εὐπαγής: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\...)
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐπαγής]], -ές (ΑΜ)<br />(για πράγματα) καλά συναρμοσμένος, [[συμπαγής]], [[στερεός]], [[γερός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για το [[σώμα]] ή τα [[μέλη]]) καλοφτιαγμένος, [[υγιής]], [[ρωμαλέος]], [[γερός]], καλοδεμένος<br /><b>2.</b> (για [[αίμα]]) αυτός που πήζει εύκολα<br /><b>3.</b> (για ύφος) [[στερεά]] δομημένο, ρωμαλέο<br /><b>4.</b> αυτός που βάφτηκε καλά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐπαγέως</i> (Α)<br />[[στερεά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>επάγην</i> του ρ. [[πήγνυμι]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>παγής</i>, <i>ημι</i>-<i>παγής</i>, <i>προσωπο</i>-<i>παγής</i>].
|mltxt=[[εὐπαγής]], -ές (ΑΜ)<br />(για πράγματα) καλά συναρμοσμένος, [[συμπαγής]], [[στερεός]], [[γερός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για το [[σώμα]] ή τα [[μέλη]]) καλοφτιαγμένος, [[υγιής]], [[ρωμαλέος]], [[γερός]], καλοδεμένος<br /><b>2.</b> (για [[αίμα]]) αυτός που πήζει εύκολα<br /><b>3.</b> (για ύφος) [[στερεά]] δομημένο, ρωμαλέο<br /><b>4.</b> αυτός που βάφτηκε καλά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐπαγέως</i> (Α)<br />[[στερεά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>επάγην</i> του ρ. [[πήγνυμι]]), [[πρβλ]]. [[απαγής]], [[ημιπαγής]], [[προσωποπαγής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 17:30, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπᾰγής Medium diacritics: εὐπαγής Low diacritics: ευπαγής Capitals: ΕΥΠΑΓΗΣ
Transliteration A: eupagḗs Transliteration B: eupagēs Transliteration C: efpagis Beta Code: eu)pagh/s

English (LSJ)

ές, (πήγνυμι) of the body or limbs, A compact, firm, Pl.Lg. 775c, X.Cyn.4.1, 5.30, Philostr.Gym.34; παιδάριον Plu.Lyc.16; of things, σχαλίδες X.Cyn.2.7; βάκτρον Theoc.25.208; of blood, readuy coagulating, Aret.SD2.4: Comp., Ph.1.418; firm in texture, well-woven, BGU1564.10 (ii A.D.): metaph., sound, solid, of style, Phld. Po.994.34,35. Adv. -γέως Opp.H.3.401.

German (Pape)

[Seite 1086] ές, gut zusammengefügt, von kräftigem Baue, bes. von guter Leibesbeschaffenheit, Hippocr.; εὐπαγὲς ξυνίστασθαι τὸ φυόμενον Plat. Legg. VI, 775 c; σχαλίδες Xen. Cyn. 2, 7; ναῦς Luc.; μηροί Opp. Cyn. 1, 188, u. sonst bei Sp. – Adv. εὐπαγέως, Opp. Hal. 3, 401.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπᾰγής: -ές, (√ΠΑΓ, πήγνυμι) ἐπὶ τοῦ σώματος ἢ τῶν μελῶν, συμπαγής, στερεός, «γερός», Πλάτ. Νόμ. 775C, Ξεν. Κυν. 4. 1., 5, 30, κτλ.: ἐπὶ πραγμάτων, σελίδες αὐτόθι 2. 8· βάκτρον Θεόκρ. 25. 208: πρβλ. εὐπάξ. - Ἐπίρρ. -γέως, Ὀππ. Ἁλ. 3. 401.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
bien ajusté, bien construit ; massif, solide, fort en gén.
Étymologie: εὖ, πήγνυμι.

Greek Monolingual

εὐπαγής, -ές (ΑΜ)
(για πράγματα) καλά συναρμοσμένος, συμπαγής, στερεός, γερός
αρχ.
1. (για το σώμα ή τα μέλη) καλοφτιαγμένος, υγιής, ρωμαλέος, γερός, καλοδεμένος
2. (για αίμα) αυτός που πήζει εύκολα
3. (για ύφος) στερεά δομημένο, ρωμαλέο
4. αυτός που βάφτηκε καλά.
επίρρ...
εὐπαγέως (Α)
στερεά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -παγής (< επάγην του ρ. πήγνυμι), πρβλ. απαγής, ημιπαγής, προσωποπαγής].

Greek Monotonic

εὐπᾰγής: -ές (πήγνυμι), λέγεται για το σώμα, συμπαγής, σφιχτός, σφιχτοδεμένος, στέρεος, γερός, σε Ξεν., Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

εὐπᾰγής:
1) хорошо сколоченный, крепко сплоченный (σχαλίδες Xen.; ναῦς Luc.);
2) крепкий (βάκτρον Theocr.);
3) крепко сложенный, коренастый (σῶμα Plat.; παιδάριον Plut.).

Middle Liddell

εὐ-πᾰγής, ές πήγνυμι
of the body, compact, firm, strong, Xen., Theocr.

English (Woodhouse)

compact, of consistency, of the limbs, well built, well-knit

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)