ευήθης: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches

Menander, Monostichoi, 166
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\...)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=εύηθες (ΑΜ [[εὐήθης]], εὔηθες)<br />υπερβολικά [[αγαθός]] και [[αφελής]], [[χαζός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλό [[ήθος]], [[απλός]], [[ειλικρινής]], [[άδολος]] («τὸ μὲν τῶν εὐηθεστέρων, τὸ δὲ τῶν πανουργοτάτων» — το ένα [[γνώρισμα]] τών πιο απλών, άδολων ανθρώπων, το [[άλλο]] τών πιο πανούργων, Λυσ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὔηθες</i><br />[[αγαθό]] [[ήθος]], [[απλότητα]], [[εντιμότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[γυναίκα]]) <b>(ευφημ.)</b> «καλόψυχη», [[πόρνη]]<br /><b>2.</b> (για νόσο ή [[τραύμα]]) ευκολοθεράπευτος<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εὔηθές ἔστι» — [[είναι]] [[ανοησία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐήθως</i> (Α)<br />με υπερβολική [[αφέλεια]], ανόητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ήθης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ήθος]]), [[πρβλ]]. <i>καλο</i>-<i>ήθης</i>, <i>συν</i>-<i>ήθης</i>. Πρόκειται για ευφημισμό (<i>ευ</i>-<i>ήθης</i> = «με καλό χαρακτήρα») [[αντί]] του [[βλαξ]] («με ανόητο χαρακτήρα»). Ανάλογες ευφημιστικές χρήσεις αποτελούν τα νεοελλ. [[αγαθός]] και [[αγαθιάρης]] ([[συνδυασμός]] του ευφημιστικού θέματος <i>αγαθ</i>- με τη μειωτικής σημασίας [[κατάληξη]] -<i>ιάρης</i><br />[[πρβλ]]. [[κιτρινιάρης]], [[κλαψιάρης]], [[κουλτουριάρης]])].
|mltxt=εύηθες (ΑΜ [[εὐήθης]], εὔηθες)<br />υπερβολικά [[αγαθός]] και [[αφελής]], [[χαζός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλό [[ήθος]], [[απλός]], [[ειλικρινής]], [[άδολος]] («τὸ μὲν τῶν εὐηθεστέρων, τὸ δὲ τῶν πανουργοτάτων» — το ένα [[γνώρισμα]] τών πιο απλών, άδολων ανθρώπων, το [[άλλο]] τών πιο πανούργων, Λυσ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὔηθες</i><br />[[αγαθό]] [[ήθος]], [[απλότητα]], [[εντιμότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[γυναίκα]]) <b>(ευφημ.)</b> «καλόψυχη», [[πόρνη]]<br /><b>2.</b> (για νόσο ή [[τραύμα]]) ευκολοθεράπευτος<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εὔηθές ἔστι» — [[είναι]] [[ανοησία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐήθως</i> (Α)<br />με υπερβολική [[αφέλεια]], ανόητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ήθης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ήθος]]), [[πρβλ]]. [[καλοήθης]], [[συνήθης]]. Πρόκειται για ευφημισμό (<i>ευ</i>-<i>ήθης</i> = «με καλό χαρακτήρα») [[αντί]] του [[βλαξ]] («με ανόητο χαρακτήρα»). Ανάλογες ευφημιστικές χρήσεις αποτελούν τα νεοελλ. [[αγαθός]] και [[αγαθιάρης]] ([[συνδυασμός]] του ευφημιστικού θέματος <i>αγαθ</i>- με τη μειωτικής σημασίας [[κατάληξη]] -<i>ιάρης</i><br />[[πρβλ]]. [[κιτρινιάρης]], [[κλαψιάρης]], [[κουλτουριάρης]])].
}}
}}

Latest revision as of 17:36, 23 August 2021

Greek Monolingual

εύηθες (ΑΜ εὐήθης, εὔηθες)
υπερβολικά αγαθός και αφελής, χαζός
μσν.-αρχ.
1. αυτός που έχει καλό ήθος, απλός, ειλικρινής, άδολος («τὸ μὲν τῶν εὐηθεστέρων, τὸ δὲ τῶν πανουργοτάτων» — το ένα γνώρισμα τών πιο απλών, άδολων ανθρώπων, το άλλο τών πιο πανούργων, Λυσ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔηθες
αγαθό ήθος, απλότητα, εντιμότητα
αρχ.
1. (για γυναίκα) (ευφημ.) «καλόψυχη», πόρνη
2. (για νόσο ή τραύμα) ευκολοθεράπευτος
3. φρ. «εὔηθές ἔστι» — είναι ανοησία.
επίρρ...
εὐήθως (Α)
με υπερβολική αφέλεια, ανόητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ήθης (< ήθος), πρβλ. καλοήθης, συνήθης. Πρόκειται για ευφημισμό (ευ-ήθης = «με καλό χαρακτήρα») αντί του βλαξ («με ανόητο χαρακτήρα»). Ανάλογες ευφημιστικές χρήσεις αποτελούν τα νεοελλ. αγαθός και αγαθιάρης (συνδυασμός του ευφημιστικού θέματος αγαθ- με τη μειωτικής σημασίας κατάληξη -ιάρης
πρβλ. κιτρινιάρης, κλαψιάρης, κουλτουριάρης)].