ετωσιοεργός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐτωσιοεργός]], -όν (Α)<br />αυτός που εργάζεται [[μάταια]], άσκοπα ή νωθρά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ετώσιος]] «[[μάταιος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>εργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργο]]), [[πρβλ]]. <i>αγαθο</i>-<i>εργός</i>, <i>εν</i>-<i>εργός</i>].
|mltxt=[[ἐτωσιοεργός]], -όν (Α)<br />αυτός που εργάζεται [[μάταια]], άσκοπα ή νωθρά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ετώσιος]] «[[μάταιος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>εργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργο]]), [[πρβλ]]. [[αγαθοεργός]], [[ενεργός]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἐτωσιοεργός, -όν (Α)
αυτός που εργάζεται μάταια, άσκοπα ή νωθρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετώσιος «μάταιος» + -εργος (< έργο), πρβλ. αγαθοεργός, ενεργός].