ηλιτοεργός: Difference between revisions
From LSJ
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἠλιτοεργός]], -ov (Α)<br />αυτός που δεν πέτυχε τον σκοπό του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιτο</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[ηλιτόμηνος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>εργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργον]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[ἠλιτοεργός]], -ov (Α)<br />αυτός που δεν πέτυχε τον σκοπό του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιτο</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[ηλιτόμηνος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>εργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργον]]), [[πρβλ]]. [[άεργος]], [[άνεργος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:50, 23 August 2021
Greek Monolingual
ἠλιτοεργός, -ov (Α)
αυτός που δεν πέτυχε τον σκοπό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιτο- (βλ. λ. ηλιτόμηνος) + -εργος (< έργον), πρβλ. άεργος, άνεργος].