κοιλογάστωρ: Difference between revisions
ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κοιλογάστωρ]], -ορος, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[κοίλη]] τη [[γαστέρα]], δηλ. αυτός που πεινά [[συνεχώς]], [[αδηφάγος]], [[πειναλέος]] («οὐδὲ κοιλογάστορες λύκοι πάσονται», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> <b>μτφ.</b> «[[κοιλογάστωρ]] [[κύκλος]]» — [[κοίλη]] [[ασπίδα]] (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοῖλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γάστωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γαστήρ]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[κοιλογάστωρ]], -ορος, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[κοίλη]] τη [[γαστέρα]], δηλ. αυτός που πεινά [[συνεχώς]], [[αδηφάγος]], [[πειναλέος]] («οὐδὲ κοιλογάστορες λύκοι πάσονται», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> <b>μτφ.</b> «[[κοιλογάστωρ]] [[κύκλος]]» — [[κοίλη]] [[ασπίδα]] (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοῖλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γάστωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γαστήρ]]), [[πρβλ]]. [[ευρυγάστωρ]], [[ολβιογάστωρ]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 18:36, 23 August 2021
English (LSJ)
ορος, ὁ, ἡ, (γαστήρ) A hollow-bellied, hungry, A.Th. 1040: metaph., κ. κύκλος, of a hollow shield, ib.496.
German (Pape)
[Seite 1466] ορος, hohlbäuchig; λύκοι, d. i. hungrig, gefräßig, Aesch. Spt. 1026; übertr. vom Schilde, κύτος κοιλογάστορος κύκλου 478.
Greek (Liddell-Scott)
κοιλογάστωρ: -ορος, ὁ, ἡ, (γαστὴρ) ἔχων κοίλην τὴν γαστέρα, κενὴν δηλ., πειναλέος, ἐπὶ λύκων, Αἰσχύλ. Θήβ. 1035· μεταφ., κοίλη ἀσπίς, αὐτόθι 496.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
1 bouclier dont le ventre (càd le milieu) est concave;
2 au ventre creux, càd affamé.
Étymologie: κοῖλος, γαστήρ.
Greek Monolingual
κοιλογάστωρ, -ορος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει κοίλη τη γαστέρα, δηλ. αυτός που πεινά συνεχώς, αδηφάγος, πειναλέος («οὐδὲ κοιλογάστορες λύκοι πάσονται», Αισχύλ.)
2. φρ. μτφ. «κοιλογάστωρ κύκλος» — κοίλη ασπίδα (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. ευρυγάστωρ, ολβιογάστωρ].
Greek Monotonic
κοιλογάστωρ: -ορος, ὁ, ἡ (γαστήρ), αυτός που έχει άδεια κοιλιά, πεινασμένος, σε Αισχύλ.· μεταφ., ασπίδα με κοιλότητα, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
κοιλογάστωρ: ορος adj.
1) с пустым желудком (λύκος Aesch.);
2) (о щите) вогнутый (κύκλος Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοιλογάστωρ -ορος [κοῖλος, γαστήρ] met een lege maag, hongerig:; κοιλογάστορες λύκοι hongerige wolven Aeschl. Sept. 1035; overdr. hol:. κύκλος... κοιλογάστορος κύτους de rand van het holbuikige schild Aeschl. Sept. 496.
Middle Liddell
κοιλο-γάστωρ, ορος, γαστήρ
hollow-bellied, hungry, Aesch.: metaph. a hollow shield, Aesch.