οστεοκόπος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning

Source
(29)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ὀστεοκόπος]] και [[ὀστοκόπος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[οστεοκόπος]] [[πόνος]]» — [[ισχυρός]] [[πόνος]], σαν να σπάζουν τα οστά, που εμφανίζεται [[κατά]] το δεύτερο [[στάδιο]] της σύφιλης στο [[κρανίο]], στην [[περόνη]] και στην [[κλείδα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[φλεγμονώδης]] [[προσβολή]] [[κατά]] την οποία ο [[ασθενής]] αισθάνεται τα οστά του κομμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀστέον]] / [[ὀστοῦν]] <span style="color: red;">+</span> -[[κόπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ξυλο</i>-[[κόπος]].
|mltxt=ο (Α [[ὀστεοκόπος]] και [[ὀστοκόπος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[οστεοκόπος]] [[πόνος]]» — [[ισχυρός]] [[πόνος]], σαν να σπάζουν τα οστά, που εμφανίζεται [[κατά]] το δεύτερο [[στάδιο]] της σύφιλης στο [[κρανίο]], στην [[περόνη]] και στην [[κλείδα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[φλεγμονώδης]] [[προσβολή]] [[κατά]] την οποία ο [[ασθενής]] αισθάνεται τα οστά του κομμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀστέον]] / [[ὀστοῦν]] <span style="color: red;">+</span> -[[κόπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]), [[πρβλ]]. [[ξυλοκόπος]].
}}
}}

Latest revision as of 13:15, 25 August 2021

Greek Monolingual

ο (Α ὀστεοκόπος και ὀστοκόπος)
νεοελλ.
φρ. «οστεοκόπος πόνος» — ισχυρός πόνος, σαν να σπάζουν τα οστά, που εμφανίζεται κατά το δεύτερο στάδιο της σύφιλης στο κρανίο, στην περόνη και στην κλείδα
αρχ.
φλεγμονώδης προσβολή κατά την οποία ο ασθενής αισθάνεται τα οστά του κομμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. ξυλοκόπος.