παρηορία: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")
m (Text replacement - " in pl." to " in plural")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parioria
|Transliteration C=parioria
|Beta Code=parhori/a
|Beta Code=parhori/a
|Definition=ἡ, in pl., <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[side-traces]], [[by which the]] [[παρήορος]] [[was attached beside]] the regular pair, ἵπποιο παρηορίας ἀπέταμνε <span class="bibl">Il.8.87</span>; <b class="b3">ἐν δὲ παρηο ρίῃσι… Πήδασον ἵει</b> he harnessed Pedasus with [[side-traces]], <span class="bibl">16.152</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> in pl., [[outlying reaches]] of a river, <span class="bibl">Arat.600</span>.</span>
|Definition=ἡ, in plural, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[side-traces]], [[by which the]] [[παρήορος]] [[was attached beside]] the regular pair, ἵπποιο παρηορίας ἀπέταμνε <span class="bibl">Il.8.87</span>; <b class="b3">ἐν δὲ παρηο ρίῃσι… Πήδασον ἵει</b> he harnessed Pedasus with [[side-traces]], <span class="bibl">16.152</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> in plural, [[outlying reaches]] of a river, <span class="bibl">Arat.600</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 13:15, 14 September 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρηορία Medium diacritics: παρηορία Low diacritics: παρηορία Capitals: ΠΑΡΗΟΡΙΑ
Transliteration A: parēoría Transliteration B: parēoria Transliteration C: parioria Beta Code: parhori/a

English (LSJ)

ἡ, in plural, A side-traces, by which the παρήορος was attached beside the regular pair, ἵπποιο παρηορίας ἀπέταμνε Il.8.87; ἐν δὲ παρηο ρίῃσι… Πήδασον ἵει he harnessed Pedasus with side-traces, 16.152. II in plural, outlying reaches of a river, Arat.600.

Greek (Liddell-Scott)

παρηορία: ἡ, ἐν τῷ πληθ., αἱ τοῦ παρηόρου ἵππου ταινίαι, αἱ παραζεύξεις, ὅ ἐστιν οἱ ἔξωθεν παρατεταμένοι ἱμάντες, ἵπποιο παρηορίας ἀπέταμνε Ἰλ. Θ. 87˙ ἐν δὲ παρηορίῃσιν ... Πήδασον ἵει, ἐν δὲ ταῖς ἔξω τοῦ ζυγοῦ ἡνίαις ἔζευξε τὸν Πήδ., Π. 152. ΙΙ. τὰ πλάγια οἱουδήποτε πράγματος, οἷον ποταμοῦ, Ἄρατ. 600.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
trait pour attacher un cheval de main.
Étymologie: παρήορος.

Greek Monolingual

ἡ, Α παρήορος
στον πληθ. αἱ παρηορίαι
α) οι τεντωμένοι ιμάντες με τους οποίους δένονταν ο παρήορος δίπλα στα ζευγμένα άλογα του άρματος
β) οι εκτάσεις που βρίσκονται και στις δύο πλευρές ποταμού, παραποτάμιες εκτάσεις.

Greek Monotonic

παρηορία: ἡ, στον πληθ., ιμάντες, δηλ. λουριά με τα οποία το άλογο δένεται δίπλα στην άμαξα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐν δὲ παρηορίῃσι Πήδασον ἵει, δάμασε τον Πήγασο με χαλινάρια, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

παρηορία: ἡ (только pl.) упряжь пристяжной лошади, пристяжка Hom.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρηορία -ας, ἡ [παρήορος] (zij)teugel, zijriem, zijlijn.

Middle Liddell

παρηορία, ἡ,
in pl. side-traces, i. e. the traces by which the outside horse (παρήοροσ) was harnessed beside the regular pair, Il.; ἐν δὲ παρηορίῃσι Πήδασον ἵει he harnessed Pedasus with side-traces, Il.