βαῦνος: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
m (Text replacement - "ἡ" to "ἡ") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=vaynos | |Transliteration C=vaynos | ||
|Beta Code=bau=nos | |Beta Code=bau=nos | ||
|Definition=or βαυνός, ὁ, | |Definition=or [[βαυνός]], ὁ, [[furnace]], [[forge]], Eratosth.24, Max.Tyr.22.3, Asp. in EN104.23; also, = [[χυτρόπους]], Poll.10.100:—in Hsch. also [[βαύνη]], ἡ. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''βαῦνος''': {baũnos}<br />'''Forms''': H. auch [[βαύνη]] | |ftr='''βαῦνος''': {baũnos}<br />'''Forms''': H. auch [[βαύνη]]· [[κάμινος]] ἢ [[χωνευτήριον]].<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Schmelzofen]], [[Brennofen]], auch = [[χυτρόπους]] (Eratosth., Max. Tyr. u. a.);<br />'''Etymology''' : Technisches Wort unbekannten Ursprungs. Vgl. zu [[βάναυσος]].<br />'''Page''' 1,229 | ||
}} | }} |
Revision as of 16:33, 30 November 2021
English (LSJ)
or βαυνός, ὁ, furnace, forge, Eratosth.24, Max.Tyr.22.3, Asp. in EN104.23; also, = χυτρόπους, Poll.10.100:—in Hsch. also βαύνη, ἡ.
German (Pape)
[Seite 439] (unattisch nach Arcad. p. 64 βαυνός), ὁ, Ofen, VLL.; Max. Tyr.; ein tragbarer, χυτρόπους, Hesych., eine Art Kohlenpfanne.
Greek (Liddell-Scott)
βαῦνος: ἢ βαυνός, ὁ, (αὔω) κλίβανος, κάμινος, Α. Β. 654, Πολυδ. Ι΄, 100· παρ’ Ἡσυχ. ὡσαύτως βαύνη, ἡ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
four, fourneau.
Étymologie: DELG emprunt probable.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): βαυνός Eratosth.24
1 horno para uso industrial ἐξαύσατο βαυνόν Eratosth.l.c., πρὸς τῷ βαύνῳ ... διημερεύοντας Max.Tyr.16.3, cf. Asp.in EN 104.23, Ael.Dion.β 11, AB 222.22.
2 brasero con patas tb. llamado χυτρόπους Poll.10.100, Hsch.
• Etimología: Prob. se trate de un prést. minorasiático.
Greek Monolingual
βαῡνος και βαυνός, ο (Α)
1. κλίβανος, φούρνος
2. τρίπους, πυροστιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. που εισάχθηκε στην Ελληνική με το αντικείμενο που δήλωνε και με την τεχνική που συνδέεται με αυτό. Η λ. μαρτυρείται στους μεταγενέστερους χρόνους, αλλά πιθ. να είναι αρχαιότερη, αν θεωρηθεί ότι αποτελεί το α' συνθετικό της λ. βάναυσος.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: furnace, auch = χυτρόπους (Eratosth., Max. Tyr. u. a.);
Other forms: Cf. βαύνη κάμινος η χωνευτήριον H..
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Technical term without etym. Fur. 236 compares αὖνος κάμινος.
Frisk Etymology German
βαῦνος: {baũnos}
Forms: H. auch βαύνη· κάμινος ἢ χωνευτήριον.
Grammar: m.
Meaning: Schmelzofen, Brennofen, auch = χυτρόπους (Eratosth., Max. Tyr. u. a.);
Etymology : Technisches Wort unbekannten Ursprungs. Vgl. zu βάναυσος.
Page 1,229