ἐμφαντικός: Difference between revisions
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
m (Text replacement - "q. v." to "q.v.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=emfantikos | |Transliteration C=emfantikos | ||
|Beta Code=e)mfantiko/s | |Beta Code=e)mfantiko/s | ||
|Definition=ἡ, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[expressive]], [[indicative]], [[τινός]] of a thing, <span class="bibl">Ph.1.149</span>, Plu.2.747e, 1010c, <span class="bibl">Demetr. <span class="title">Eloc.</span>283</span>, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span>8.9</span>, etc.; τῆς δικαιοσύνης -ωτάτη ἡ πεντάς <span class="title">Theol.Ar.</span>27: abs., [[expressive]], [[vivid]], παράκλησις <span class="bibl">Plb.18.23.2</span>, cf. Plu.2.1009e (Comp.), <span class="bibl">Ph.1.302</span> (Sup.). Adv. <b class="b3">-κῶς</b> [[vividly]], [[forcibly]], of a painter, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Arat.</span>32</span>; ἐ. γράφεσθαι <span class="bibl">Plb.12.25g</span>.<span class="bibl">2</span>; τρανοῦν <span class="bibl">Ph.2.140</span>: Comp. -ώτερον <span class="bibl">Plb.12.27.10</span>: Sup. -ώτατα <span class="bibl">Ph.1.50</span>: also <b class="b3">-κῶς τοῦ κινδύνου</b> [[setting forth]] the danger [[clearly]], <span class="bibl">Plb.11.12.1</span>.--[[ἐμφατικός]] (q. v.) is a common v.l.</span> | |Definition=ἡ, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[expressive]], [[indicative]], [[τινός]] of a thing, <span class="bibl">Ph.1.149</span>, Plu.2.747e, 1010c, <span class="bibl">Demetr. <span class="title">Eloc.</span>283</span>, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span>8.9</span>, etc.; τῆς δικαιοσύνης -ωτάτη ἡ πεντάς <span class="title">Theol.Ar.</span>27: abs., [[expressive]], [[vivid]], παράκλησις <span class="bibl">Plb.18.23.2</span>, cf. Plu.2.1009e (Comp.), <span class="bibl">Ph.1.302</span> (Sup.). Adv. <b class="b3">-κῶς</b> [[vividly]], [[forcibly]], of a painter, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Arat.</span>32</span>; ἐ. γράφεσθαι <span class="bibl">Plb.12.25g</span>.<span class="bibl">2</span>; τρανοῦν <span class="bibl">Ph.2.140</span>: Comp. -ώτερον <span class="bibl">Plb.12.27.10</span>: Sup. -ώτατα <span class="bibl">Ph.1.50</span>: also <b class="b3">-κῶς τοῦ κινδύνου</b> [[setting forth]] the danger [[clearly]], <span class="bibl">Plb.11.12.1</span>.--[[ἐμφατικός]] ([[quod vide|q.v.]]) is a common v.l.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:50, 11 January 2022
English (LSJ)
ἡ, όν, A expressive, indicative, τινός of a thing, Ph.1.149, Plu.2.747e, 1010c, Demetr. Eloc.283, A.D.Pron.8.9, etc.; τῆς δικαιοσύνης -ωτάτη ἡ πεντάς Theol.Ar.27: abs., expressive, vivid, παράκλησις Plb.18.23.2, cf. Plu.2.1009e (Comp.), Ph.1.302 (Sup.). Adv. -κῶς vividly, forcibly, of a painter, Plu.Arat.32; ἐ. γράφεσθαι Plb.12.25g.2; τρανοῦν Ph.2.140: Comp. -ώτερον Plb.12.27.10: Sup. -ώτατα Ph.1.50: also -κῶς τοῦ κινδύνου setting forth the danger clearly, Plb.11.12.1.--ἐμφατικός (q.v.) is a common v.l.
German (Pape)
[Seite 819] ή, όν, = ἐμφατικός, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμφαντικός: -ή, -όν, ὁ ἐμφαίνων, ἐκφραστικός, μετὰ γεν., πάθους τινὸς ἐμφαντικὸν Πλούτ. 747Ε, 1010C: ἀπόλ., ἐκφραστικός, ζωηρός, ἡ δὲ παράκλησις ἦν αὐτοῦ βραχεῖα μέν, ἐμφαντικὴ δὲ καὶ γνώριμος τοῖς ἀκούουσιν Πολύβ. 18. 6, 2, Πλούτ. 1009Ε. Ἐπίρρ. -κῶς, ζωηρῶς, ἰσχυρῶς, μετὰ δυνάμεως, ἐπὶ ζωγράφων, Πλούτ. Ἄρατ. 32· ἐμφ. παρακαλεῖν Πολύβ. 11. 12, 1· συγκριτ. -ώτερον ὁ αὐτός· ὑπερθ. -ώτατα Φίλων 1. 50· ἐμφατικὸς εἶναι συνήθης δι. γρ., ἴδε Wyttenb. Πλούτ. 2. 104Β.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à signifier, significatif de, gén..
Étymologie: ἐμφαίνω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Grafía: frec. alternando en los cód. c. ἐμφατικός q.u.
I 1sin rég. expresivo, enfático de discursos, obras literarias y artísticas ἡ σφοδρότης ἐ. λόγος ἐστίν Aristid.Rh.1.119, ἀποσιώπησις ἐμφαντικώτερον ποιεῖ τὸν λόγον Plu.2.1009e, cf. Ariston.Il.9.44, ὀνόματα Aristid.Rh.2.133, Alex.Aphr.in Top.158.2, τὸ σημαινόμενον Clem.Al.Paed.1.5.16
•neutr. compar. y sup. como adv. ἐμφαντικώτερον εἴρηκε Plb.12.27.10, ἐμφαντικώτατα παριστάς Ph.1.148, Basil.M.29.248C, c. dat. de limitación ἐμφαντικώτερον τῇ ὀνομασίᾳ Aristid.Rh.1.117.
2 gener. c. gen. que representa, que expresa πάθους ref. los movimientos de la danza, Plu.2.747e, cf. 1010b, ἐναντιότητος Aristid.Quint.102.4, cf. Iambl.VP 67, Anatolius en Theol.Ar.27, ἰσότητός τε καὶ ἀνισότητος Nicom.Ar.2.18, σύμβολον ἦν ἑκάστῳ τῆς τάξεως ἐμφαντικόν Porph.Abst.4.6, τῆς τοῦ τεκόντος οὐσίας ἐ. de Jesucristo, Cyr.Al.Dial.Trin.5.563e
•indicativo de ciertos síntomas ἐμφαντικόν ἐστι τοῦ τὴν διάθεσιν εἶναι μείζονα Gal.12.994
•gram. expresivo, que expresa, que porta una categoría c. gen. ὅσαι (ἀντωνυμίαι) γένους ἐμφαντικαί A.D.Pron.8.9.
II adv. -ῶς con fuerza, con intensidad, enfáticamente τρανοῦν Ph.2.140, de discursos y obras artísticas παρεκάλει βραχέως μέν, ἐ. δὲ τοῦ παρόντος κινδύνου Plb.11.12.1, cf. 18.23.2, οὔτ' ἐμπείρως ὑπὸ τῶν βιβλιακῶν οὔτ' ἐ. οὐδενὸς γραφομένου Plb.12.25g.2, εἰρῆσθαι Origenes Cels.6.57, γράφειν Clem.Al.Strom.2.20.119, cf. Sch.Th.3.10
•c. dat. ἐποίησεν ἐ. τῇ διαθέσει τὴν μάχην de una pintura, Plu.Arat.32.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐμφαντικός, -ή, -όν)
1. αυτός που έχει την ιδιότητα να καθιστά κάτι τελείως εμφανές, παραστατικός, εκφραστικός, εναργής
2. ζωηρός, έντονος, υπογραμμισμένος
αρχ.
1. δηλωτικός, ενδεικτικός
2. εκφραστικός.
επίρρ...
εμφαντικώς, -ά
με τρόπο εμφαντικό ή δηλωτικό, με έμφαση, ζωηρά, με δύναμη.
Russian (Dvoretsky)
ἐμφαντικός:
1) выражающий, обозначающий (πάθους τινός Plut.);
2) выразительный (παράκλησις βραχεῖα μέν, ἐμφαντικὴ δὲ καὶ γνώριμος τοῖς ἀκούουσιν Polyb.).