ἀνάπαυμα: Difference between revisions

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνάπαυμα:''' ποιητ. ἄμπ-, <i>-ατος</i>, <i>τό</i> ([[ἀναπαύω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[ανάπαυλα]], [[ξεκούραση]], σε Ησίοδ.· <i>μεριμνῶν</i>, από τις έγνοιες, σε Θέογν.<br /><b class="num">2.</b> [[μέρος]] ανάπαυσης, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀνάπαυμα:''' ποιητ. [[ἄμπαυμα]], <i>-ατος</i>, <i>τό</i> ([[ἀναπαύω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[ανάπαυλα]], [[ξεκούραση]], σε Ησίοδ.· <i>μεριμνῶν</i>, από τις έγνοιες, σε Θέογν.<br /><b class="num">2.</b> [[μέρος]] ανάπαυσης, σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀνάπαυμα:''' поэт. [[ἄμπαυμα]], ατος τό<br /><b class="num">1)</b> отдых, передышка (μερμηράων Hes.);<br /><b class="num">2)</b> место отдыха Anth.
|elrutext='''ἀνάπαυμα:''' поэт. [[ἄμπαυμα]], ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[отдых]], [[передышка]] (μερμηράων Hes.);<br /><b class="num">2)</b> [[место отдыха]] Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀναπαύω]]<br /><b class="num">1.</b> a [[repose]], [[rest]], Hes.; μεριμνῶν from cares, Theogn.<br /><b class="num">2.</b> a resting-[[place]], Anth.
|mdlsjtxt=[[ἀναπαύω]]<br /><b class="num">1.</b> a [[repose]], [[rest]], Hes.; μεριμνῶν from [[care]]s, Theogn.<br /><b class="num">2.</b> a [[rest]]ing-[[place]], Anth.
}}
}}

Revision as of 08:39, 23 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάπαυμα Medium diacritics: ἀνάπαυμα Low diacritics: ανάπαυμα Capitals: ΑΝΑΠΑΥΜΑ
Transliteration A: anápauma Transliteration B: anapauma Transliteration C: anapavma Beta Code: a)na/pauma

English (LSJ)

poet. ἄμπαυμα, ατος, τό,
A repose, rest, μερμηράων Hes. Th.55; κακῶν ἄμπαυμα μεριμνέων Thgn.343; μόχθων Lyr.Oxy.9iii4; πλάτας E.Hyps.Fr.3iii14.
2 resting place, APl.4.228 (Anyte); of a tomb, CIG4623 (Syria), cf. Epigr.Gr.453.3.
II fallow land, PTeb.115.3 (ii B. C.), PFay.112.4 (i A. D.).
2 the state of fallow land, ἐν ἀναπαύματι or ἐν ἀναπαύμασι PTeb.61a385 (ii B. C.), PLond. 3.1223.8 (ii A. D.), BGU1092.16 (iv A. D.).

German (Pape)

[Seite 200] τό, die Ruhe, Erholung, Hes. ἄμπαυμα μερμηράων Th. 55; öfter bei sp. D., z. B. Anyt. 7 (Plan. 228).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάπαυμα: ποιητ. ἄμπ-, ατος, τό, ἀνάπαυσις, ἡσυχία, λησμοσύνην τε κακῶν ἄμπαυμά τε μερμηράων Ἡσ. Θ. 55· κακῶν ἄμπαυμα μεριμνέων Θέογν. 343. 2) τόπος ἀναπαύσεως, ἀναπαυτήριον, Ἀνθ. Πλαν. 228· ἐπὶ τάφου, «ἑαυτῷ καὶ Παυλίνῃ γυναικὶ καὶ υἱοῖς καὶ φίλοις ἀνάπαυμα» Συλλ. Ἐπιγρ. 4623.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Alolema(s): poét. ἄμπαυμα Hes.Th.55, Thgn.343
I 1descanso, reposo, pausa c. gen. μερμεράων Hes.l.c., κακῶν Thgn.l.c., μόχθων Lyr.Adesp.8c, TAM 4.303, πλάτας E.Fr.1.3.13 Bond.
2 lugar de descanso, sitio para descansar, AP 16.228 (Anyt.), de una tumba CIG 4623 (Siria), cf. Epigr.Gr.453.3.
II 1barbecho ἐν ἀ[ναπ]αύ[μα]τι PTeb.61b.385 (II a.C.), PLond.3.1223.8 (II d.C.), BGU 1092.16 (IV d.C.).
2 campo en barbecho, PTeb.115.3 (II a.C.), PFay.112.4 (I d.C.).

Greek Monolingual

ἀνάπαυμα και ποιητ. ἄμπαυμα, το (Α) ἀναπαύω
1. ανάπαυση, διάλειμμα, ανακούφιση από κάτι
2. (για τάφους) τόπος αναπαύσεως
3. (για αγρούς) αγρανάπαυση.

Greek Monotonic

ἀνάπαυμα: ποιητ. ἄμπαυμα, -ατος, τό (ἀναπαύω),
1. ανάπαυλα, ξεκούραση, σε Ησίοδ.· μεριμνῶν, από τις έγνοιες, σε Θέογν.
2. μέρος ανάπαυσης, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάπαυμα: поэт. ἄμπαυμα, ατος τό
1) отдых, передышка (μερμηράων Hes.);
2) место отдыха Anth.

Middle Liddell

ἀναπαύω
1. a repose, rest, Hes.; μεριμνῶν from cares, Theogn.
2. a resting-place, Anth.