σπανός: Difference between revisions

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
m (Text replacement - "πολλοῡ" to "πολλοῦ")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=spanos
|Transliteration C=spanos
|Beta Code=spano/s
|Beta Code=spano/s
|Definition=ή, όν,= [[σπάνιος]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[rare]], [[uncommon]], Hsch.; [[lacking]], mostly in compds.; esp.,= [[σπανοπώγων]], <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>144</span>, <span class="bibl">Polem.Phgn.2.35</span>; = [[malebarbis]], Gloss. Adv. <b class="b3">-νῶς</b>, [[rariter]], ib.</span>
|Definition=ή, όν,= [[σπάνιος]], [[rare]], [[uncommon]], Hsch.; [[lacking]], mostly in compds.; esp.,= [[σπανοπώγων]], Ptol.Tetr.144, Polem.Phgn.2.35; = [[malebarbis]], Gloss. Adv. [[σπανῶς]], [[rarely]], Lat. [[rariter]], ib.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[grey]] (pap.) cf. Reiter, Farven Weiss, Grau, Braun 93.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)<br />Etymology: Furnée 339 etc. connects [[σπάνις]].
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[grey]] (pap.) cf. Reiter, Farven Weiss, Grau, Braun 93.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)<br />Etymology: Furnée 339 etc. connects [[σπάνις]].
}}
}}

Revision as of 16:38, 8 April 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπᾰνός Medium diacritics: σπανός Low diacritics: σπανός Capitals: ΣΠΑΝΟΣ
Transliteration A: spanós Transliteration B: spanos Transliteration C: spanos Beta Code: spano/s

English (LSJ)

ή, όν,= σπάνιος, rare, uncommon, Hsch.; lacking, mostly in compds.; esp.,= σπανοπώγων, Ptol.Tetr.144, Polem.Phgn.2.35; = malebarbis, Gloss. Adv. σπανῶς, rarely, Lat. rariter, ib.

German (Pape)

[Seite 916] von Sachen, selten, in geringer Anzahl vorhanden, u. von Personen, Mangel leidend, dürftig, arm, scheint nur in den VLL. vorzukommen.

Greek (Liddell-Scott)

σπανός: -ή, -όν, = σπάνιος, ἀσυνήθης, «τίμιον, πολλοῦ ἄξιόν ἐστιν» Ἡσύχ.· - ὁ ἔχων ἔλλειψιν, μάλιστα ἐν συνθέσει· παρὰ δὲ Βυζαντ. = σπανοπώγων.

Greek Monolingual

(I)
-ή, -ό / σπανός, -ή, -όν, ΝΜΑ
αυτός που έχει αραιές ή δεν έχει καθόλου τρίχες στο πρόσωπό του (α. «ήταν γέρος και σπανός και άσχημος» β. «τὸ εἶδος αὐτοῦ... σπανόν, ἐπὶ τοῦ χείλους μόνον ἔχων τρίχας, καὶ εἰς τὸ ἄκρον τοῦ πώγωνος», Παλλάδ.)
νεοελλ.
1. (για τόπο) αυτός που δεν έχει βλάστηση
2. παροιμ. φρ. «μόνο τα γένια του σπανού δεν γίνονται» — δηλώνει ότι όλα είναι δυνατόν να γίνουν, εάν υπάρχει θέληση, εκτός από τα φύσει αδύνατα
νεοελλ.-μσν.
φρ. «Σπανού ἀκολουθία» — σατιρικό κείμενο ανώνυμου συγγραφέα της ύστερης βυζαντινής περιόδου, παρωδία που ακολουθεί τα πρότυπα της εκκλησιαστικής υμνολογίας
μσν.-αρχ.
σπάνιος, ασυνήθιστος
αρχ.
1. αυτός που έχει έλλειψη από κάτι
2. (κατά τον Ησύχ.) «τίμιον, πολλοῦ ἄξιόν ἐστιν».
επίρρ...
σπανῶς Α
αραιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπανοπώγων, με απόσπαση του α' συνθετικού (πρβλ. σπάγκος < σπαγκο-ραμμένος), ενώ κατ' άλλους < σπάνιος. Ο τ. τέλος, που παραδίδει ο Ησύχ. σπανόν
τίμιον είναι πιθ. υποχωρ. παράγωγο του σπανίζω.
(II)
-ή, -όν, ΜΑ
φαιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: grey (pap.) cf. Reiter, Farven Weiss, Grau, Braun 93.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: Furnée 339 etc. connects σπάνις.