έπαρση: Difference between revisions

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο")
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἔπαρσις]]) [[επαίρω]]<br /><b>1.</b> [[ανύψωση]]<br />(«[[έπαρση]] σημαίας»)<br /><b>2.</b> [[υπερηφάνεια]], [[αλαζονεία]] («ἐπαινεῑ δὲ τὸ τοιοῦτον τῆς ἐπάρσεως [[εἶδος]]», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για ύφος) ύψος<br /><b>2.</b> [[υπερεκτίμηση]], «[[μεγάλη]] [[ιδέα]]» για κάποιον<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> α) [[μεγαλεία]] («τ' ἀγαθὰ κ' οἱ ἔπαρσες λιγαίνουν»)<br />β) [[μεγαλοπρέπεια]] («μ' έπαρσες ρηγατικές και μ' [[αφεντιά]] [[μεγάλη]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οίδημα]], [[πρήξιμο]]<br /><b>2.</b> [[ανύψωση]], [[ανάταση]] («[[ἔπαρσις]] τῶν χειρῶν μου [[θυσία]] ἑσπερινή»)<br /><b>3.</b> [[ερήμωση]], [[καταστροφή]]<br /><b>4.</b> <b>συνεκδ.</b> [[σωρός]] ερειπίων<br /><b>5.</b> (για μηχανές) [[ανύψωση]], [[βολή]]<br /><b>6.</b> [[εξέγερση]], [[ερεθισμός]].
|mltxt=η (AM [[ἔπαρσις]]) [[επαίρω]]<br /><b>1.</b> [[ανύψωση]]<br />(«[[έπαρση]] σημαίας»)<br /><b>2.</b> [[υπερηφάνεια]], [[αλαζονεία]] («ἐπαινεῖ δὲ τὸ τοιοῦτον τῆς ἐπάρσεως [[εἶδος]]», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για ύφος) ύψος<br /><b>2.</b> [[υπερεκτίμηση]], «[[μεγάλη]] [[ιδέα]]» για κάποιον<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> α) [[μεγαλεία]] («τ' ἀγαθὰ κ' οἱ ἔπαρσες λιγαίνουν»)<br />β) [[μεγαλοπρέπεια]] («μ' έπαρσες ρηγατικές και μ' [[αφεντιά]] [[μεγάλη]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οίδημα]], [[πρήξιμο]]<br /><b>2.</b> [[ανύψωση]], [[ανάταση]] («[[ἔπαρσις]] τῶν χειρῶν μου [[θυσία]] ἑσπερινή»)<br /><b>3.</b> [[ερήμωση]], [[καταστροφή]]<br /><b>4.</b> <b>συνεκδ.</b> [[σωρός]] ερειπίων<br /><b>5.</b> (για μηχανές) [[ανύψωση]], [[βολή]]<br /><b>6.</b> [[εξέγερση]], [[ερεθισμός]].
}}
}}

Revision as of 08:05, 27 May 2022

Greek Monolingual

η (AM ἔπαρσις) επαίρω
1. ανύψωση
έπαρση σημαίας»)
2. υπερηφάνεια, αλαζονεία («ἐπαινεῖ δὲ τὸ τοιοῦτον τῆς ἐπάρσεως εἶδος», Γρηγ. Νύσσ.)
μσν.
1. (για ύφος) ύψος
2. υπερεκτίμηση, «μεγάλη ιδέα» για κάποιον
3. στον πληθ. α) μεγαλεία («τ' ἀγαθὰ κ' οἱ ἔπαρσες λιγαίνουν»)
β) μεγαλοπρέπεια («μ' έπαρσες ρηγατικές και μ' αφεντιά μεγάλη», Ερωτόκρ.)
αρχ.
1. οίδημα, πρήξιμο
2. ανύψωση, ανάτασηἔπαρσις τῶν χειρῶν μου θυσία ἑσπερινή»)
3. ερήμωση, καταστροφή
4. συνεκδ. σωρός ερειπίων
5. (για μηχανές) ανύψωση, βολή
6. εξέγερση, ερεθισμός.