ἀνάπηρος: Difference between revisions
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνάπηρος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[αρτιμελής]], ακρωτηριασμένος, [[σακάτης]]<br /><b>2.</b> ο [[ελλιπής]], ο [[ανίκανος]] για [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει πνευματική ή ψυχική [[τελειότητα]], [[αρτιότητα]]<br /><b>2.</b> ο [[ανίκανος]] για [[εργασία]] λόγω αναπηρίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ανά</i> <span style="color: red;">+</span> [[πηρός]] «αυτός που έχει [[βλάβη]] σε κάποιο [[μέλος]] του σώματός του».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αναπηρία]]<br /><b>αρχ.</b><br /> | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνάπηρος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[αρτιμελής]], ακρωτηριασμένος, [[σακάτης]]<br /><b>2.</b> ο [[ελλιπής]], ο [[ανίκανος]] για [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει πνευματική ή ψυχική [[τελειότητα]], [[αρτιότητα]]<br /><b>2.</b> ο [[ανίκανος]] για [[εργασία]] λόγω αναπηρίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ανά</i> <span style="color: red;">+</span> [[πηρός]] «αυτός που έχει [[βλάβη]] σε κάποιο [[μέλος]] του σώματός του».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αναπηρία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀναπηρόω|ἀναπηρῶ]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 07:50, 30 May 2022
English (LSJ)
ον, maimed, mutilated, Hermipp.35, Lys.24.13, Pl.Cri. 53a, etc.; ψυχὴ ἀνάπηρος πρὸς ἀλήθειαν Id.R.535d; ἀνάπηρα θύειν Id.Alc.2.149a, cf. Arist.PA773a13, al. Adv. ἀναπήρως = with mutilation, in a crippled manner Zonar. (sometimes spelt ἀνάπειρος in codd., LXX To.14.2, Ev.Luc.14.13,21, cf. Phryn.PSp.13 B.)
German (Pape)
[Seite 201] verstümmelt, verkrüppelt, χωλοὶ καὶ τυφλοὶ καὶ ἄλλοι ἀνάπηροι Plat. Crit. 53 a; βοίδια Hermipp. Ath. XII, 551 b; übertr., ψυχὴ πρὸς ἀλήθειαν ἀνάπ. Plat. Rep. VII, 535 d; ἀνάπηρον ποιεῖσθαι Aesch. 1, 183, = folgdm.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάπηρος: -ον, ὁ πεπηρωμένος μέλει τινὶ τοῦ σώματος, ἠκρωτηριασμένος, κολοβός, Τουρκ. «σακάτης», ἀνάπηρα ... βούδια Ἕρμιπ. ἐν «Κέρκωψιν» 1, Λυσ. 169. 26, Πλάτ. Κρίτων 53Α, κτλ.· ψυχὴ ἀν. πρὸς ἀλήθειαν ὁ αὐτ. Πολ. 535D· ἀνάπηρα θύειν ὁ αὐτ. Ἀλκ. ΙΙ. 149Α· συχν. παρ’ Ἀριστ. - Ἐπίρρ. -ρως Ζωναρ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
estropié, infirme.
Étymologie: ἀνά, πηρός.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): tb. ἀνάπειρος LXX To.14.2
I 1mutilado, lisiado ἀνάπηρα ... βούδια Hermipp.35, χωλὸν καὶ ἀνάπηρον ἄνθρωπον Plu.2.194c, ἀνάπειρος τοῖς ὀφθαλμοῖς LXX To.14.2, cf. Lys.24.13, Pl.Cri.53a, Aeschin.1.183, Arist.GA 775a4, πούς Teles p.60.3, D.C.36.6.1, D.L.6.33, Eu.Luc.14.13, 21
•fig. ἀνάπηρον ψυχήν Pl.R.535d.
2 débil, canijo γίννος, τοῦτο δ' ἐστὶν ἡμίονος ἀνάπηρος Arist.GA 748b34, cf. D.Chr.3.21.
3 subst. ἀνάπηρα = animales defectuosos ἀνάπηρα θύουσιν Pl.Alc.2.149a, prob. Antipho Soph.B 39.
II adv. ἀναπήρως = con mutilación Zonar.
English (Strong)
from ἀνά (in the sense of intensity) and peros (maimed); crippled: maimed.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνάπηρος, -ον)
1. αυτός που δεν είναι αρτιμελής, ακρωτηριασμένος, σακάτης
2. ο ελλιπής, ο ανίκανος για κάτι
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει πνευματική ή ψυχική τελειότητα, αρτιότητα
2. ο ανίκανος για εργασία λόγω αναπηρίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανά + πηρός «αυτός που έχει βλάβη σε κάποιο μέλος του σώματός του».
ΠΑΡ. αναπηρία
αρχ.
ἀναπηρῶ].
Greek Monotonic
ἀνάπηρος: -ον, ακρωτηριασμένος, σακατεμένος, ανάπηρος, σε Πλάτ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάπηρος: увечный, искалеченный, изуродованный (χωλοὶ καὶ τυφλοὶ καὶ ἄλλοι ἀνάπηροι Plat.; ἀσθενὴς καὶ ἀ. Arst.): πρὸς ἀλήθειαν ἀ. Plat. невосприимчивый к истине.
Middle Liddell
much maimed, crippled, Plat., etc.