Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὀρεκτικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - " ;" to ";")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ὀρεκτικός]], -ή, -όν) [[ορεκτός]]<br /><b>1.</b> αυτός που διεγείρει την όρεξη<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί την [[επιθυμία]], [[επιθυμητός]], [[λαχταριστός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ορεκτικό</i><br />α) [[έδεσμα]] ή [[ποτό]] που λαμβάνεται [[πριν]] από το [[φαγητό]] για να διεγείρει την όρεξη<br />β) <b>(φαρμ.)</b> [[ουσία]] που καταπολεμά την [[ανορεξία]] και βελτιώνει την όρεξη αυξάνοντας έντονα την [[έκκριση]] γαστρικού υγρού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όρεξη, στην [[επιθυμία]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀρεκτικόν</i><br />α) το αυθόρμητο, το ορμέμφυτο<br />β) οι επιθυμίες, οι ορέξεις<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ὀρεκτικός]] νοῡς» — η [[προαίρεση]]<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀρεκτικῶς</i> (Α)<br /><b>1.</b> με [[επιθυμία]], με όρεξη<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ὀρεκτικῶς ἔχω» — [[ορέγομαι]], [[επιθυμώ]] πολύ.
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ὀρεκτικός]], -ή, -όν) [[ορεκτός]]<br /><b>1.</b> αυτός που διεγείρει την όρεξη<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί την [[επιθυμία]], [[επιθυμητός]], [[λαχταριστός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ορεκτικό</i><br />α) [[έδεσμα]] ή [[ποτό]] που λαμβάνεται [[πριν]] από το [[φαγητό]] για να διεγείρει την όρεξη<br />β) <b>(φαρμ.)</b> [[ουσία]] που καταπολεμά την [[ανορεξία]] και βελτιώνει την όρεξη αυξάνοντας έντονα την [[έκκριση]] γαστρικού υγρού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όρεξη, στην [[επιθυμία]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀρεκτικόν</i><br />α) το αυθόρμητο, το ορμέμφυτο<br />β) οι επιθυμίες, οι ορέξεις<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ὀρεκτικός]] νοῦς» — η [[προαίρεση]]<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀρεκτικῶς</i> (Α)<br /><b>1.</b> με [[επιθυμία]], με όρεξη<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ὀρεκτικῶς ἔχω» — [[ορέγομαι]], [[επιθυμώ]] πολύ.
}}
}}
{{lsm
{{lsm