διασχίζω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrumGewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht

Menander, Monostichoi, 503
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[rasgar]], [[desgarrar]], [[cortar]] ἱστία δέ σφιν ... διέσχισεν ἲς ἀνέμοιο <i>Od</i>.9.71, διὰ δ' ἔσχισε σάρκα (tm.) Stesich.15.2.8<i>S</i>., cf. Opp.<i>C</i>.2.277, en v. pas. νεῦρα διεσχίσθη <i>Il</i>.16.316, θοιμάτιον Pl.<i>Grg</i>.469d, κάλαμός με διασχισθεὶς διέτμαξεν una caña cortada me hirió</i> Theoc.8.24, cf. Thphr.<i>HP</i> 5.8.2, <i>PPetr</i>.2.6.5 (III a.C.), μὴ ἐπιτρέψετε διασχισθῆναι τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ Ath.Al.<i>Apol.Sec</i>.34.4<br /><b class="num">•</b>abs. [[abrir un cuerpo]] ἄλλαι δὲ διασχίσασαι ἐσπλάγχνευον en un sacrificio, Str.7.2.3<br /><b class="num">•</b>[[hender]] ἀρότρῳ ... διασχίζοντες ἀρούρας D.P.1042<br /><b class="num">•</b>en v. med. impers. τούτοις ... διέσχισται en estos hay una hendidura</i> dicho de los insectos, Arist.<i>Iuu</i>.475<sup>a</sup>2.<br /><b class="num">2</b> fig. [[romper]], [[deshacer]] τὸν γάμον <i>PSI</i> 1421.7 (III d.C.), διέσχισεν τὴν πρὸς τοὺς ζῶντας ὁδόν cortó el camino hacia los vivos, e.e. impidió el paso</i> LXX <i>Sap</i>.18.23.<br /><b class="num">3</b> [[dividir]], [[separar]] ἕν Pl.<i>Phd</i>.97a, τὸ μεῖζον Arist.<i>Pr</i>.904<sup>a</sup>8<br /><b class="num">•</b>fig. [[dividir]], [[causar desacuerdo en]] τοὺς κατ' [[αὐτοῦ]] συμφωνοῦντας Chrys.M.57.405.<br /><b class="num">II</b> intr., en v. med.-pas. [[dividirse]] op. συγκρίνεσθαι Pl.<i>Lg</i>.893e, op. προστίθεσθαι Pl.<i>Phd</i>.101b, διασχισθέντες τρίβῳ τινὶ ἐπλανῶντο de soldados, X.<i>Cyr</i>.4.5.13, cf. I.<i>AI</i> 13.98, τοῦ δὲ προφήτου τὴν βασιλείαν ... διασχισθῆναι φήσαντος I.<i>AI</i> 6.153<br /><b class="num">•</b>perf. [[estar dividido]] διέσχισται τὸ φλέβιον Arist.<i>Pr</i>.961<sup>b</sup>34, διέσχιστο δὲ ἡ πόλις en dos bandos, Charito 6.1.2, αἱ πρότερον διεσχισμέναι ... ἐκκλησίαι Dion.Alex. en Eus.<i>HE</i> 7.5.1, παρὰ τὸ ἔχειν διεσχισμένους καὶ διακεχωρισμένους τοὺς στίχους ἀπ' ἀλλήλων al escribir, Sch.D.T.191.21.
|dgtxt=<b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[rasgar]], [[desgarrar]], [[cortar]] ἱστία δέ σφιν ... διέσχισεν ἲς ἀνέμοιο <i>Od</i>.9.71, διὰ δ' ἔσχισε σάρκα (tm.) Stesich.15.2.8<i>S</i>., cf. Opp.<i>C</i>.2.277, en v. pas. νεῦρα διεσχίσθη <i>Il</i>.16.316, θοιμάτιον Pl.<i>Grg</i>.469d, κάλαμός με διασχισθεὶς διέτμαξεν una caña cortada me hirió</i> Theoc.8.24, cf. Thphr.<i>HP</i> 5.8.2, <i>PPetr</i>.2.6.5 (III a.C.), μὴ ἐπιτρέψετε διασχισθῆναι τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ Ath.Al.<i>Apol.Sec</i>.34.4<br /><b class="num">•</b>abs. [[abrir un cuerpo]] ἄλλαι δὲ διασχίσασαι ἐσπλάγχνευον en un sacrificio, Str.7.2.3<br /><b class="num">•</b>[[hender]] ἀρότρῳ ... διασχίζοντες ἀρούρας D.P.1042<br /><b class="num">•</b>en v. med. impers. τούτοις ... διέσχισται en estos hay una hendidura</i> dicho de los insectos, Arist.<i>Iuu</i>.475<sup>a</sup>2.<br /><b class="num">2</b> fig. [[romper]], [[deshacer]] τὸν γάμον <i>PSI</i> 1421.7 (III d.C.), διέσχισεν τὴν πρὸς τοὺς ζῶντας ὁδόν cortó el camino hacia los vivos, e.e. impidió el paso</i> [[LXX]] <i>Sap</i>.18.23.<br /><b class="num">3</b> [[dividir]], [[separar]] ἕν Pl.<i>Phd</i>.97a, τὸ μεῖζον Arist.<i>Pr</i>.904<sup>a</sup>8<br /><b class="num">•</b>fig. [[dividir]], [[causar desacuerdo en]] τοὺς κατ' [[αὐτοῦ]] συμφωνοῦντας Chrys.M.57.405.<br /><b class="num">II</b> intr., en v. med.-pas. [[dividirse]] op. συγκρίνεσθαι Pl.<i>Lg</i>.893e, op. προστίθεσθαι Pl.<i>Phd</i>.101b, διασχισθέντες τρίβῳ τινὶ ἐπλανῶντο de soldados, X.<i>Cyr</i>.4.5.13, cf. I.<i>AI</i> 13.98, τοῦ δὲ προφήτου τὴν βασιλείαν ... διασχισθῆναι φήσαντος I.<i>AI</i> 6.153<br /><b class="num">•</b>perf. [[estar dividido]] διέσχισται τὸ φλέβιον Arist.<i>Pr</i>.961<sup>b</sup>34, διέσχιστο δὲ ἡ πόλις en dos bandos, Charito 6.1.2, αἱ πρότερον διεσχισμέναι ... ἐκκλησίαι Dion.Alex. en Eus.<i>HE</i> 7.5.1, παρὰ τὸ ἔχειν διεσχισμένους καὶ διακεχωρισμένους τοὺς στίχους ἀπ' ἀλλήλων al escribir, Sch.D.T.191.21.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:25, 20 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασχίζω Medium diacritics: διασχίζω Low diacritics: διασχίζω Capitals: ΔΙΑΣΧΙΖΩ
Transliteration A: diaschízō Transliteration B: diaschizō Transliteration C: diaschizo Beta Code: diasxi/zw

English (LSJ)

A cleave asunder, sever, ἱστία δέ σφιν… διέσχισεν ἲς ἀνέμοιο Od.9.71; ἐάν τις ἓν δ. Pl.Phd.97a, etc.:—Pass., to be cloven asunder, νεῦρα διεσχίσθη Il.16.316; opp. συγκρίνεσθαι, Pl.Lg.893e; θοἰμάτιον δ. Id.Grg. 469d; of soldiers, to be separated, parted, X.Cyr.4.5.13; to be set at variance, διέσχιστο ἡ πόλις Charito 6.1: impers., τούτοις διέσχισται they have a cleft, Arist.Resp.475a2.

German (Pape)

[Seite 605] zerspalten, zerschneiden, zerreißen; Il. 16, 316 Od. 9, 71; κάλαμος διασχισθείς Thuc. 8, 24; θοιμάτιον Plat. Gorg. 469 d; Ggstz συγκρίνω, Legg. X, 893 e; Pass. = getrennt werden, Xen. Cyr. 4, 5, 13; uneinig sein, Charito 6, 1.

Greek (Liddell-Scott)

διασχίζω: σχίζω εἰς δύο, διαχωρίζω, διχοτομῶ, ἱστία δε σφιν… διέσχισεν ἲς ἀνέμοιο Ὀδ. Ι. 71· ἐάν τις ἓν δ. Πλάτ. Φαίδων 97Α, κτλ.· - παθ, κόπτομαι εἰς δύο, νεῦρα διεσχίσθη Ἰλ. ΙΙ. 316· θοἰμάτιον δ. Πλάτ. Γοργ. 469D· ἐπὶ στρατιωτῶν. χωρίζομαι, ἀποχωρίζομαι, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 13· ἀπροσ., τούτοις διέσχισται, ὑπάρχει διάσχισμα, Ἀριστ. π. Ἀναπν. 9, 2.

French (Bailly abrégé)

ao. διέσχισα;
1 fendre ; Pass. être fendu, être déchiré;
2 séparer, écarter ; Pass. être séparé (par une route), en parl. de troupes.
Étymologie: διά, σχίζω.

English (Autenrieth)

aor. act. διέσχισε, aor. pass. διεσχίσθη: cleave asunder, sever, Od. 9.71 and Il. 16.316.

Spanish (DGE)

I tr.
1 rasgar, desgarrar, cortar ἱστία δέ σφιν ... διέσχισεν ἲς ἀνέμοιο Od.9.71, διὰ δ' ἔσχισε σάρκα (tm.) Stesich.15.2.8S., cf. Opp.C.2.277, en v. pas. νεῦρα διεσχίσθη Il.16.316, θοιμάτιον Pl.Grg.469d, κάλαμός με διασχισθεὶς διέτμαξεν una caña cortada me hirió Theoc.8.24, cf. Thphr.HP 5.8.2, PPetr.2.6.5 (III a.C.), μὴ ἐπιτρέψετε διασχισθῆναι τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ Ath.Al.Apol.Sec.34.4
abs. abrir un cuerpo ἄλλαι δὲ διασχίσασαι ἐσπλάγχνευον en un sacrificio, Str.7.2.3
hender ἀρότρῳ ... διασχίζοντες ἀρούρας D.P.1042
en v. med. impers. τούτοις ... διέσχισται en estos hay una hendidura dicho de los insectos, Arist.Iuu.475a2.
2 fig. romper, deshacer τὸν γάμον PSI 1421.7 (III d.C.), διέσχισεν τὴν πρὸς τοὺς ζῶντας ὁδόν cortó el camino hacia los vivos, e.e. impidió el paso LXX Sap.18.23.
3 dividir, separar ἕν Pl.Phd.97a, τὸ μεῖζον Arist.Pr.904a8
fig. dividir, causar desacuerdo en τοὺς κατ' αὐτοῦ συμφωνοῦντας Chrys.M.57.405.
II intr., en v. med.-pas. dividirse op. συγκρίνεσθαι Pl.Lg.893e, op. προστίθεσθαι Pl.Phd.101b, διασχισθέντες τρίβῳ τινὶ ἐπλανῶντο de soldados, X.Cyr.4.5.13, cf. I.AI 13.98, τοῦ δὲ προφήτου τὴν βασιλείαν ... διασχισθῆναι φήσαντος I.AI 6.153
perf. estar dividido διέσχισται τὸ φλέβιον Arist.Pr.961b34, διέσχιστο δὲ ἡ πόλις en dos bandos, Charito 6.1.2, αἱ πρότερον διεσχισμέναι ... ἐκκλησίαι Dion.Alex. en Eus.HE 7.5.1, παρὰ τὸ ἔχειν διεσχισμένους καὶ διακεχωρισμένους τοὺς στίχους ἀπ' ἀλλήλων al escribir, Sch.D.T.191.21.

Greek Monolingual

(AM διασχίζω)
1. διχοτομώ, διατέμνω
2. σχίζω ή διαπερνώ σ' όλη την έκταση
νεοελλ.
διατρέχω απ' άκρου σ' άκρο («διέσχισε το πλήθος», «ο Δούναβις διασχίζει την Κεντρική Ευρώπη»)
αρχ.
μέσ.
1. (για στρατιώτες) χωρίζομαι, ξεκόβω από την ομάδα
2. βρίσκομαι σε διχόνοια.

Greek Monotonic

διασχίζω: μέλ. -σω, σχίζω στα δύο, διαχωρίζω, διχοτομώ, σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ. κ.λπ. — Παθ., κόβομαι στα δύο, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για στρατιώτες, χωρίζομαι, αποχωρίζομαι, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-σχίζω, met acc. uiteenscheuren, splijten, splitsen:; ἱστία δέ σφιν... διέσχισεν ἲς ἀνέμοιο de kracht van de wind scheurde hun zeilen uiteen Od. 9.71; pass.: νεῦρα διεσχίσθη de spieren werden uiteengescheurd Il. 16.316; διασχισθέντες τρίβῳ τινὶ ἐπλανῶντο ze raakten uit elkaar door een bepaald pad te kiezen en verdwaalden Xen. Cyr. 4.5.13; ἐάν τις ἓν διασχίσῃ als men één splitst Plat. Phaed. 97a.

Russian (Dvoretsky)

διασχίζω:
1) раскалывать, расщеплять (ξύλον Arst.; κάλαμος διασχισθείς Theocr.; τοξεύμασι τὸ ὀστέον διεσχίσθην Plut.);
2) разрывать (τὸ ἱμάτιον Plat.; τριχθὰ διέσχισεν ἲς ἀνέμοιο Hom.);
3) разделять, разобщать: διασχισθέντες τρίβῳ Xen. разделенные тропинкой, т. е. идущие разными дорогами, оторвавшиеся друг от друга.

Middle Liddell

fut. σω
to cleave or rend asunder, Od., Plat., etc.:—Pass. to be cloven asunder, Il.; of soldiers, to be separated, Xen.