σταθμώ: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
m (Text replacement - "ᾱσθαι" to "ᾶσθαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-άω και ιων. τ. -έω, Α [[στάθμη]]<br /><b>1.</b> [[μετρώ]] με τον κανόνα, [[εκτιμώ]] με [[μέτρηση]] («σταθμᾱτο... [[ἄλσος]] πατρί», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσδιορίζω]] το [[βάρος]] ενός πράγματος, [[ζυγίζω]] («σταθμήσας... τὸ [[ὕδωρ]] κουφότερον πάντων [[εὗρον]]», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>3.</b> (το μέσ.) <i>σταθμῶμαι</i><br />α) [[βρίσκω]] με υπολογισμό την [[αξία]] ενός πράγματος ή [[καταλήγω]] σε κάποιο [[συμπέρασμα]] για [[κάτι]] (α. «αὐτὸ τὸ [[σῶμα]] ἔκρινε σταθμώμενον ταῖς χάρισι», <b>Λουκιαν.</b><br />β. «εἰ χρή σι κἀμὲ μὴ συναλλάξαντα πω... σταθμᾱσθαι, τὸν βοτῆρ' ὁρᾱν δοκῶ», <b>Σοφ.</b>)<br />β) [[βεβαιώνω]], [[πιστοποιώ]] [[κάτι]] ως [[μέτρο]] για [[χρήση]]<br />γ) [[αποδίδω]] [[βαρύτητα]], [[σημασία]] σε [[κάτι]].<br /> <b>(II)</b><br />-όω, Α [[στάθμη]]<br />(το μέσ.) <i>σταθμοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[καταλήγω]] σε [[εκτίμηση]], [[εξάγω]] [[συμπέρασμα]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-άω και ιων. τ. -έω, Α [[στάθμη]]<br /><b>1.</b> [[μετρώ]] με τον κανόνα, [[εκτιμώ]] με [[μέτρηση]] («σταθμᾱτο... [[ἄλσος]] πατρί», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσδιορίζω]] το [[βάρος]] ενός πράγματος, [[ζυγίζω]] («σταθμήσας... τὸ [[ὕδωρ]] κουφότερον πάντων [[εὗρον]]», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>3.</b> (το μέσ.) <i>σταθμῶμαι</i><br />α) [[βρίσκω]] με υπολογισμό την [[αξία]] ενός πράγματος ή [[καταλήγω]] σε κάποιο [[συμπέρασμα]] για [[κάτι]] (α. «αὐτὸ τὸ [[σῶμα]] ἔκρινε σταθμώμενον ταῖς χάρισι», <b>Λουκιαν.</b><br />β. «εἰ χρή σι κἀμὲ μὴ συναλλάξαντα πω... σταθμᾶσθαι, τὸν βοτῆρ' ὁρᾱν δοκῶ», <b>Σοφ.</b>)<br />β) [[βεβαιώνω]], [[πιστοποιώ]] [[κάτι]] ως [[μέτρο]] για [[χρήση]]<br />γ) [[αποδίδω]] [[βαρύτητα]], [[σημασία]] σε [[κάτι]].<br /> <b>(II)</b><br />-όω, Α [[στάθμη]]<br />(το μέσ.) <i>σταθμοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[καταλήγω]] σε [[εκτίμηση]], [[εξάγω]] [[συμπέρασμα]].
}}
}}

Latest revision as of 16:01, 28 July 2022

Greek Monolingual

(I)
-άω και ιων. τ. -έω, Α στάθμη
1. μετρώ με τον κανόνα, εκτιμώ με μέτρηση («σταθμᾱτο... ἄλσος πατρί», Πίνδ.)
2. προσδιορίζω το βάρος ενός πράγματος, ζυγίζω («σταθμήσας... τὸ ὕδωρ κουφότερον πάντων εὗρον», Αθήν.)
3. (το μέσ.) σταθμῶμαι
α) βρίσκω με υπολογισμό την αξία ενός πράγματος ή καταλήγω σε κάποιο συμπέρασμα για κάτι (α. «αὐτὸ τὸ σῶμα ἔκρινε σταθμώμενον ταῖς χάρισι», Λουκιαν.
β. «εἰ χρή σι κἀμὲ μὴ συναλλάξαντα πω... σταθμᾶσθαι, τὸν βοτῆρ' ὁρᾱν δοκῶ», Σοφ.)
β) βεβαιώνω, πιστοποιώ κάτι ως μέτρο για χρήση
γ) αποδίδω βαρύτητα, σημασία σε κάτι.
(II)
-όω, Α στάθμη
(το μέσ.) σταθμοῦμαι, -όομαι
καταλήγω σε εκτίμηση, εξάγω συμπέρασμα.