στρεβλώνω: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=στρεβλῶ, -όω, ΝΑ [[στρεβλός]]<br /><b>1.</b> [[βασανίζω]] κάποιον με τη [[στρέβλη]], [[ιδίως]] [[προκαλώ]] [[εξάρθρωση]] με [[συστροφή]] τών μελών («μαστιγῶν, δέρων, στρεβλῶν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[διαστρέφω]], [[διαστρεβλώνω]] (α. «στρεβλώνει τα [[λόγια]] μου» β. «ἅ οἱ ἀμαθεῑς καὶ ἀστήρικτοι στρεβλοῦσιν ὡς καὶ τὰς λοιπὰς γραφάς», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάνω]] [[κάτι]] στρεβλό, το [[στραβώνω]], [[παραμορφώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στρέφω]] κοχλία ή τροχό ή [[εκτείνω]], [[τεντώνω]] [[κάτι]] περιστρέφοντας τη [[στρέβλη]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με χορδές μουσικού οργάνου) [[εκτείνω]] με [[περιστροφή]] τών κοχλιών<br /><b>3.</b> (για χειρούργο) [[συστρέφω]] με βίαιο τρόπο εξαρθρωμένο [[μέλος]] για να το ανατάξω, να το [[επαναφέρω]] στη [[θέση]] του<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>στρεβλοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />(για τα μάτια) [[αλληθωρίζω]].
|mltxt=[[στρεβλῶ]], [[στρεβλόω]], ΝΑ [[στρεβλός]]<br /><b>1.</b> [[βασανίζω]] κάποιον με τη [[στρέβλη]], [[ιδίως]] [[προκαλώ]] [[εξάρθρωση]] με [[συστροφή]] τών μελών («μαστιγῶν, δέρων, στρεβλῶν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[διαστρέφω]], [[διαστρεβλώνω]] (α. «στρεβλώνει τα [[λόγια]] μου» β. «ἅ οἱ ἀμαθεῑς καὶ ἀστήρικτοι στρεβλοῦσιν ὡς καὶ τὰς λοιπὰς γραφάς», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάνω]] [[κάτι]] στρεβλό, το [[στραβώνω]], [[παραμορφώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στρέφω]] κοχλία ή τροχό ή [[εκτείνω]], [[τεντώνω]] [[κάτι]] περιστρέφοντας τη [[στρέβλη]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με χορδές μουσικού οργάνου) [[εκτείνω]] με [[περιστροφή]] τών κοχλιών<br /><b>3.</b> (για χειρούργο) [[συστρέφω]] με βίαιο τρόπο εξαρθρωμένο [[μέλος]] για να το ανατάξω, να το [[επαναφέρω]] στη [[θέση]] του<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>στρεβλοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />(για τα μάτια) [[αλληθωρίζω]].
}}
}}

Revision as of 13:24, 1 August 2022

Greek Monolingual

στρεβλῶ, στρεβλόω, ΝΑ στρεβλός
1. βασανίζω κάποιον με τη στρέβλη, ιδίως προκαλώ εξάρθρωση με συστροφή τών μελών («μαστιγῶν, δέρων, στρεβλῶν», Αριστοφ.)
2. μτφ. διαστρέφω, διαστρεβλώνω (α. «στρεβλώνει τα λόγια μου» β. «ἅ οἱ ἀμαθεῑς καὶ ἀστήρικτοι στρεβλοῦσιν ὡς καὶ τὰς λοιπὰς γραφάς», ΚΔ)
νεοελλ.
κάνω κάτι στρεβλό, το στραβώνω, παραμορφώνω
αρχ.
1. στρέφω κοχλία ή τροχό ή εκτείνω, τεντώνω κάτι περιστρέφοντας τη στρέβλη
2. (σχετικά με χορδές μουσικού οργάνου) εκτείνω με περιστροφή τών κοχλιών
3. (για χειρούργο) συστρέφω με βίαιο τρόπο εξαρθρωμένο μέλος για να το ανατάξω, να το επαναφέρω στη θέση του
4. παθ. στρεβλοῦμαι, -όομαι
(για τα μάτια) αλληθωρίζω.