ὑπολανθάνω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " πᾱν " to " πᾶν ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑπολανθάνω]] ΝΜΑ [[λανθάνω]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[υπάρχω]] [[χωρίς]] να [[γίνομαι]] [[φανερός]], [[χωρίς]] να [[φαίνομαι]], [[υπάρχω]] σε λανθάνουσα [[κατάσταση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[είμαι]] κρυμμένος [[αποκάτω]] (α. «ὑπολανθάνουσαι παρ' αὐτῶν αἰτίαι», <b>Φώτ.</b><br />β. «καὶ [[ἐκείνη]] μὲν ὑπολανθάνει, ὁρᾱται δὲ χλοάζον πᾱν [ἡ σμῑλαξ]»,Αιλ.).
|mltxt=[[ὑπολανθάνω]] ΝΜΑ [[λανθάνω]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[υπάρχω]] [[χωρίς]] να [[γίνομαι]] [[φανερός]], [[χωρίς]] να [[φαίνομαι]], [[υπάρχω]] σε λανθάνουσα [[κατάσταση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[είμαι]] κρυμμένος [[αποκάτω]] (α. «ὑπολανθάνουσαι παρ' αὐτῶν αἰτίαι», <b>Φώτ.</b><br />β. «καὶ [[ἐκείνη]] μὲν ὑπολανθάνει, ὁρᾱται δὲ χλοάζον πᾶν [ἡ σμῑλαξ]»,Αιλ.).
}}
}}

Revision as of 19:20, 6 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπολανθάνω Medium diacritics: ὑπολανθάνω Low diacritics: υπολανθάνω Capitals: ΥΠΟΛΑΝΘΑΝΩ
Transliteration A: hypolanthánō Transliteration B: hypolanthanō Transliteration C: ypolanthano Beta Code: u(polanqa/nw

English (LSJ)

A lie concealed under, Ael.VH3.1, Lyd.Ost.9b.

German (Pape)

[Seite 1223] (s. λανθάνω), darunter versteckt od. verborgen sein, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπολανθάνω: μέλλ. -λήσω, κεῖμαι ὑποκεκρυμμένος, λανθάνω ὑπάρχων ὑποκάτω, «καὶ ἐκείνη μὲν (δηλ. ἡ σμῖλαξ) ὑπολανθάνει, ὁρᾶται δὲ τὸ χλοάζον πᾶν» Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 1, Φωτ. Ἐπιστ. 32, 5. ΙΙ. διαφεύγω τὴν προσοχήν τινος, εἰ καὶ τοὺς πολλοὺς ὑπολανθάνει αὐτόθι 201, 29.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπολήσω, ao.2 ὑπέλαθον, etc.
être caché sous.
Étymologie: ὑπό, λανθάνω.

Greek Monolingual

ὑπολανθάνω ΝΜΑ λανθάνω
νεοελλ.-μσν.
υπάρχω χωρίς να γίνομαι φανερός, χωρίς να φαίνομαι, υπάρχω σε λανθάνουσα κατάσταση
μσν.-αρχ.
είμαι κρυμμένος αποκάτω (α. «ὑπολανθάνουσαι παρ' αὐτῶν αἰτίαι», Φώτ.
β. «καὶ ἐκείνη μὲν ὑπολανθάνει, ὁρᾱται δὲ χλοάζον πᾶν [ἡ σμῑλαξ]»,Αιλ.).