διαρτάω: Difference between revisions
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διαρτάω:'''<br /><b class="num">1)</b> подвешивать (Polyb. - [[varia lectio|v.l.]] [[διαττάω]]);<br /><b class="num">2)</b> разобщать, отрезывать (ὁδὸν τὴν δύναμιν ἀπὸ τῶν Συρακουσῶν Plut.): διηρτῆσθαι Sext. быть (логически) несвязным;<br /><b class="num">3)</b> pass. быть обманываемым Men. | |elrutext='''διαρτάω:'''<br /><b class="num">1)</b> подвешивать (Polyb. - [[varia lectio|v.l.]] [[διαττάω]]);<br /><b class="num">2)</b> [[разобщать]], [[отрезывать]] (ὁδὸν τὴν δύναμιν ἀπὸ τῶν Συρακουσῶν Plut.): διηρτῆσθαι Sext. быть (логически) несвязным;<br /><b class="num">3)</b> pass. быть обманываемым Men. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 09:38, 19 August 2022
English (LSJ)
A suspend, Hsch., dub. l. for διαττᾶσθαι, Plb.34.9.10. 2 keep in suspense, keep engaged, τινί in or by .., D.H.1.46; mislead, deceive, Men.1006. II to separate, διδύμους Ph.2.303, al., cf. Heliod. ap.Orib.44.10.5; τὴν δύναμιν ἀπὸ Συρακουσῶν Plu.Tim.25; διηρτημένα ἀπ' ἀλλήλων Str.5.3.7: c. gen., σῶμα τοῦ ὅλου διαρτηθέν Ph.2.509; dismember, Plot.6.9.5; interrupt, τὰς ἀκολουθίας D.H.Dem. 40; διηρτημένων τῶν λέξεων forced apart, Id.Comp.20; διηρτημένων… φωνῶν Demetr.Lac.1014.48 F.; διηρτῆσθαι, of argument, to lack connection, be incoherent, διηρτημένα τινὰ καὶ ψευδῆ ib.46F., cf. S.E. P.2.153. III = καταρτίζω, Hsch. (Pass.).
German (Pape)
[Seite 601] 1) (aufhängen, VLL. κρεμᾶν,) in Erwartung, Besorgniß setzen, hinhalten; διηρτημένος ὑπ' αὐτοῦ, von ihm hingehalten, Dion. Hal. 1, 85, u. öfter; auch τειχομαχίᾳ, damit aufhalten, 1, 46; betrügen, Menand. in VLL,; D. Hal. 1, 39. – 2) zertrennen, scheiden, Strab.; abschneiden, ὁδόν, Plut. Timol. 25; τὰς ἀκολουθίας, unterbrechen, Dion. Hal. de vi Dem. 40; τοῦ διηρτῆσθαι λεγομένουλόγου, Sext. Emp. Pyrrh. 2, 153. – Nach VLL. auch = διαρτίζω.
Greek (Liddell-Scott)
διαρτάω: μέλλ. -ήσω, ἐξαρτῶ, κρεμῶ, Πολύβ. 34. 9, 10· δ. ὁδόν, διακόπτω (τὴν συγκοινωνίαν), Πλούτ. Τιμολ. 25. 2) κρατῶ τινα μετέωρον, ἀπασχολῶ, τινί, ἔν τινι ἢ διά τινος…, Διον. Ἁλ. 1. 46·― παροδηγῶ, ἐξαπατῶ, Μένανδ. Ἀδήλ. 356. ΙΙ. ἀποχωρίζω, τινα ἀπὸ τόπου Πλούτ. Τιμολ. 25· διηρτημένος Στράβων 234·― διακόπτω, τὰς ἀκολουθίας Διον. Ἁλ. π. Δημ. 40. ΙΙΙ. = διαρτίζω Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 écarter : τινα ἀπὸ τόπου PLUT qqn d’un lieu;
2 interrompre (la suite d’un développement).
Étymologie: διά, ἀρτάω.
Spanish (DGE)
I tr.
1 apartar, separar τοσαῦτα, κῆρυξ, ἐξ ἐμοῦ διάρτασον A.Fr.318, διαρτῶντος ... τὴν δύναμιν ἀπὸ τῶν Συρακουσῶν Plu.Tim.25, δίδυμοι ... οὓς ἡ μὲν φύσις ... διήρτησε Ph.2.303, cf. Hsch., en v. pas. διηρτημένα καὶ ἀπ' ἀλλήλων separadas (las colinas) unas de otras Str.5.3.7, σῶμα τοῦ ὅλου διαρτηθέν el cuerpo separado del todo Ph.2.509, en la descripción de una intervención quirúrgica ἅμα δὲ καὶ τῷ δακτύλῳ διαρτάσθω τὸ καταλελειμμένον συνεχὲς σῶμα Orib.44.7.5, τὰ διηρτημένα τῇ φύσει lo que está separado por naturaleza Str.10.5.9.
2 desmembrar, dividir αὐτοχειρίᾳ διαρτῆσαι τὸν ἄνθρωπον Ph.2.165, (τὸ ἕν) οὐ διαρτήσας ἑαυτόν Plot.6.9.5, en v. pas. κατὰ μέλη καὶ μέρη διαρτώμενος Ph.2.68.
3 interrumpir, cortar de abstr. διαρτᾶν τὰς ἀκολουθίας interrumpir la secuencia de los hechos en una narración, D.H.Dem.40.12
•fil. en v. pas. de las premisas de una argumentación estar carentes de consistencia S.E.P.2.153
•part. perf. pas. inconexo, carente de ligazón, mal articulado de argumentos τὰ Εὐφ[ρ] ωνίδου (ποιήματα) διηρτημένα μέν τινα καὶ ψευδῆ ... σημαίνει Demetr.Lac.Po.2.45.6, φωναί en la frase, Demetr.Lac.Po.2.47.6, λέξεις D.H.Comp.20.20.
4 fig. engañar Men.Fr.839, en v. pas. ὁ Ἡρακλῆς ... τοῖς μὲν ἴχνεσι διαρτώμενος Heracles engañado por las huellas de las vacas robadas por Caco, D.H.1.39, οὐχ ὡς ἄνθρωπος ὁ θεὸς διαρτηθῆναι el dios no puede ser engañado como un hombre LXX Nu.23.19.
II intr. en v. med. c. dat. mantenerse suspenso, ocupado διηρτημένων τειχομαχίᾳ τῶν πολεμίων ocupados los enemigos en el asalto de la muralla D.H.1.46.
III διαρτωμένων· καταρτιζομένων Hsch.
Greek Monotonic
διαρτάω: μέλ. -ήσω,
I. εξαρτώ, κρεμώ, διακόπτω, παρεμποδίζω, σε Πλούτ.
II. αποχωρίζω, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
διαρτάω:
1) подвешивать (Polyb. - v.l. διαττάω);
2) разобщать, отрезывать (ὁδὸν τὴν δύναμιν ἀπὸ τῶν Συρακουσῶν Plut.): διηρτῆσθαι Sext. быть (логически) несвязным;
3) pass. быть обманываемым Men.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δι-αρτάω verwijderen, scheiden, met acc. en gen. iets van iets.
Middle Liddell
fut. ήσω
I. to suspend, interrupt, Plut.
II. to separate, Plut.