κειμήλιον: Difference between revisions

From LSJ

νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck

Source
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κειμήλιον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> бережно хранимое достояние, ценность, сокровище (κειμήλια [[ταῦτα]] σῳζέσθω Soph.; κειμήλια βασιλικά Plut.): τῆ [[νῦν]], [[καί]] σοι [[τοῦτο]] κ. [[ἔστω]] Hom. возьми же (эту чашу), и пусть будет она тебе памятью;<br /><b class="num">2)</b> имущество, состояние (κειμήλιά τε πρόβασίς τε Hom.).
|elrutext='''κειμήλιον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> бережно хранимое достояние, ценность, сокровище (κειμήλια [[ταῦτα]] σῳζέσθω Soph.; κειμήλια βασιλικά Plut.): τῆ [[νῦν]], [[καί]] σοι [[τοῦτο]] κ. [[ἔστω]] Hom. возьми же (эту чашу), и пусть будет она тебе памятью;<br /><b class="num">2)</b> [[имущество]], [[состояние]] (κειμήλιά τε πρόβασίς τε Hom.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 10:00, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κειμήλῐον Medium diacritics: κειμήλιον Low diacritics: κειμήλιον Capitals: ΚΕΙΜΗΛΙΟΝ
Transliteration A: keimḗlion Transliteration B: keimēlion Transliteration C: keimilion Beta Code: keimh/lion

English (LSJ)

τό, (κεῖμαι) A anything stored up as valuable, treasure, heirloom, τῆ νῦν, καὶ σοὶ τοῦτο, γέρον, κ. ἔστω Il.23.618, cf. Xenoph.2.9, etc.; δῶρον… ὅ τοι κ. ἔσται Od.1.312; ἐν ἀφνειοῦ πατρὸς κ. κεῖται, χαλκός τε χρυσός τε πολύκμητός τε σίδηρος Il.6.47; opp. live chattels (πρόβασις), Od.2.75 (pl.), S.El.438, E. Heracl.591; of a person, Id.Rh.654; of a fish, κ. Ἀμφιτρίτης Theoc. 21.55: metaph., κ. ἐσθλά. of γνῶμαι, E.Fr.362.4: rare in Prose, Hdt. 3.41, Luc.Prom.Es4, PGiss.35.2 (iii A.D.): metaph., φίλος ἀνυπόστατον κ. Secund.Sent.11; in bad sense, κακὸν κ. Hp.Lex4. II relic, ἅγια κ. τῆς ἐκκλησίας PGrenf.2.111.1 (v/vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 1412] τό (κεῖμαι), ein kostbares Besitzthum, das im Hause als ein Andenken an den Geber aufbewahrt wird, Schatz, Kleinod; Hom. bes. von kostbaren Metallarbeiten, z. B. Il. 6, 47 χαλκός τε χρυσός τε πολύκμητός τε σίδηρος; Od. 4, 613; δῶρον, ὅ τοι κειμήλιον ἔσται ἐξ ἐμεῦ, ein Geschenk, das dir ein werthvolles Andenken von mir sein soll, 1, 312; Il. 23, 618 καὶ σοὶ τοῦτο κειμήλιον ἔστω Πατρόκλοιο τάφου μνῆμ' ἔμμεναι; im Ggstz zu den Heerden, ἐσθέμεναι κειμήλιά τε πρόβασίν τε Od. 2, 74; κειμήλι' αὐτῇ ταῦτα σωζέσθω Soph. El. 430; ἐμοὶ μέγιστον. ἐν βίῳ κειμήλιον κρίνας σε, das größte Kleinod, Eur. Rhes. 654; in Prosa, ὅν (θησαυρόν) τις αὑτῷ τε καὶ τοῖς αὑτοῦ κειμήλιον ἔθετο Plat. Legg. XI, 913 al Sp., wie Luc. Prom. 4. Eigentl. neutr. von

Greek (Liddell-Scott)

κειμήλιον: τὸ, (κεῖμαι), πρᾶγμα ἀκίνητον, τεθὲν κατὰ μέρος ὡς πολύτιμον, τιμαλφές, ἐπειδὴ τὰ τοιαῦτα ἐδίδοντο ὡς δῶρα, διὰ τοῦτο καὶ ἐφυλάσσοντο πρὸς ἀνάμνησιν τοῦ δωρητοῦ, θησαυρὸς (ἐκ τοῦ τίθημι), δηλ. κτῆμα ἀπόθετον, τῆ νῦν τὴν φιάλην καί σοι τοῦτο, γέρον, κειμήλιον ἔστω Ἰλ. Ψ. 618· δῶρον, ὅσοι κειμήλιον ἔσται Ὀδ. Α. 312· ἐν ἀφνειοῦ πατρὸς κειμήλια κεῖται, χαλκός τε χρυσός τε πολύκμητός τε σίδηρος Ἰλ. Ζ. 47. Ὀδ. Δ. 613· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἐκ ζῴων ἢ κτηνῶν, θρεμμάτων συνισταμένην περιουσίαν (πρόβασις), ἐσθέμεναι κειμήλια πρόβασίν τε, ἔνθα ὁ Εὐστάθ. «κειμήλια, τὰ κείμενα, ἀκίνητα, πρόβασις δὲ τὰ αὐτοκίνητα, τὰ διὰ ποδῶν προβαίνοντα», Ὀδ. Β. 75, πρβλ. Δ. 600· οὕτως (ἐν τῷ πληθ.), Σοφ. Ἠλ. 438, Εὐρ. Ἡρακλ. 591· ἐπὶ προσώπου, μέγιστον ἐν βίῳ κειμήλιον κρίνας σὲ Εὐριπ. Ρῆσ. 654· ἐπὶ ἰχθύος, Θεόκρ. 21. 55·- σπάνιον παρὰ πεζογράφοις, Ἡρόδ. 3. 41, Ἱππ. 2. 30, Λουκ. Προμ. 4, πρβλ. κειμήλιος.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 bien, possession;
2 p. ext. objet, que l’on conserve (en souvenir de qch).
Étymologie: κεῖμαι.

English (Autenrieth)

(κεῖμαι): treasure, heirloom; of ‘landed property,’ Od. 2.75.

Greek Monotonic

κειμήλιον: τό (κεῖμαι), οτιδήποτε φυλάσσεται ως πολύτιμο αντικείμενο, θησαυρός, οικογενειακό κειμήλιο, ενθύμιο, σε Όμηρ., Ηρόδ., Σοφ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κειμήλιον: τό
1) бережно хранимое достояние, ценность, сокровище (κειμήλια ταῦτα σῳζέσθω Soph.; κειμήλια βασιλικά Plut.): τῆ νῦν, καί σοι τοῦτο κ. ἔστω Hom. возьми же (эту чашу), и пусть будет она тебе памятью;
2) имущество, состояние (κειμήλιά τε πρόβασίς τε Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κειμήλιον -ου, τό [κεῖμαι] wat opgeborgen ligt bezit, rijkdom, ook plur.:; ἐκπέμπεις κειμήλια πολλὰ καὶ ἐσθλά jij stuurt vele mooie kostbaarheden weg Il. 24.381; δῶρον... ὅ τοι κειμήλιον ἔσται ἐξ ἐμεῦ een geschenk dat een kostbaar bezit voor je zal zijn van mij Od. 1.312; κειμήλι ’ αὐτῇ ταῦτα σῳζέσθω laat die zaken als kostbaarheden voor haar bewaard worden Soph. El. 438; overdr.: ἡ δὲ ἀπειρίη... κακὸν κειμήλιον onervarenheid is een slecht bewaarstuk Hp. Lex. 4.

Frisk Etymological English

See also: s. κεῖμαι.

Middle Liddell

κεῖμαι
anything stored up as valuable, a treasure, heirloom, Hom., Hdt., Soph., Eur.

Frisk Etymology German

κειμήλιον: {keimḗlion}
See also: s. κεῖμαι.
Page 1,810