συνῳδός: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
m (Text replacement - "a" to "a")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''συνῳδός:'''<br /><b class="num">1)</b> поющий вместе, откликающийся, вторящий (θρηνήμασι Eur.): ξ. κακοῖς Eur. разделяющий (чью-л.) скорбь;<br /><b class="num">2)</b> стройный, последовательный, связный ([[λόγος]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> согласный, соответствующий (τινι Her., Eur., Arst.): ξυνῳδὰ φρονεῖν τινι Arph., быть чьим-л. единомышленником.
|elrutext='''συνῳδός:'''<br /><b class="num">1)</b> поющий вместе, откликающийся, вторящий (θρηνήμασι Eur.): ξ. κακοῖς Eur. разделяющий (чью-л.) скорбь;<br /><b class="num">2)</b> стройный, последовательный, связный ([[λόγος]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[согласный]], [[соответствующий]] (τινι Her., Eur., Arst.): ξυνῳδὰ φρονεῖν τινι Arph., быть чьим-л. единомышленником.
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 10:35, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνῳδός Medium diacritics: συνῳδός Low diacritics: συνωδός Capitals: ΣΥΝΩΔΟΣ
Transliteration A: synōidós Transliteration B: synōdos Transliteration C: synodos Beta Code: sunw|do/s

English (LSJ)

(also συνᾰοιδός E.HF787 (lyr.)), όν, (ᾠδή) A singing or sounding in unison with, echoing or responsive to, ὄρνις . . ἄχεσι σ. E. Ph.1518 (lyr.); θρηνήμασι φίλαι ξυνῳδοί Id.Or.133, cf. Hel.174 (lyr.). 2 abs., in harmony, accordant, λόγος Pl.Phd.92c; ἦχος D.H.Comp.22; ῥῆμα APl.4.226 (Alc.); ὦ ξυνῳδοὶ κτύποι cj. in E. Supp.73 (lyr.). II metaph., according with, in harmony with, c. dat., Hdt.5.92.γ, E.Med.1008, etc.; ἐμοὶ φρονῶν ξυνῳδά Ar.Av. 635 (lyr.); λόγοι σ. τοῖς ἔργοις Arist.EN1172b5, cf. 1098b30; σ. εἰσὶν οἱ ἀστέρες τοῖς ἀποτελές μασι PMich. in Class.Phil.22.16; ὁκόσα πεπέρει ξυνῳδά pepper and cognate substances, Aret.CA1.10: c. gen., τὴν ὁμοείδειαν σ. τοῦ τόνου A.D.Adv.165.23: abs., ἴσως ξυνῳδὸς τῷ χρόνῳ γενήσεται Call.Com.2 (a) D.

Greek (Liddell-Scott)

συνῳδός: -όν, (ᾠδή), ὁ ᾄδων ἢ ἠχῶν ἀπὸ κοινοῦ ἢ ἐν συμφωνίᾳ μετά τινος, ἀντηχῶν ἢ ἀνταποκρινόμενος εἴς τι, ὄρνις ἄχεσι ξ. Εὐρ. Φοίν. 1518· θρηνήμασι φίλαι ξυνῳδοὶ ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 133, πρβλ. Ἑλ. 174· ὦ ξυνῳδοὶ κακοῖς ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 73. 2) ἀπολ., ἁρμονικός, σύμφωνος (μουσικ.), Πλάτ. Φαίδων 92C, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22· ῥῆμα Ἀνθ. Πλαν. 226. ΙΙ. μεταφ., σύμφωνος ἢ ἐν ἁρμονίᾳ πρός τινα ἢ πρός τι, τινι Ἡρόδ. 5. 92, 3, Εὐρ. Μήδ. 1007, κτλ.· ἐμοὶ φρονῶν ξυνῳδὰ Ἀριστοφάν. Ὄρν. 634· λόγοι σ. τοῖς ἔργοις Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 1, 4, πρβλ. 1. 8, 8.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 qui unit son chant ou ses accords à, τινι;
2 fig. qui s’accorde avec, τινι.
Étymologie: σύν, ᾠδή.

Greek Monolingual

και συναοιδός και αττ. τ. ξυνωδός, -όν, Α
1. αυτός που τραγουδάει ή ηχεί σε συμφωνία με κάποιον άλλο
2. αυτός που έχει αρμονία («ξυνῳδοὶ κτύποι», Ευρ.)
3. μτφ. σύμφωνος με κάποιον ή κάτι («λόγοι συνωδοὶ τοῖς ἔργοις», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ῳδός (< ἀοιδός)].

Russian (Dvoretsky)

συνῳδός:
1) поющий вместе, откликающийся, вторящий (θρηνήμασι Eur.): ξ. κακοῖς Eur. разделяющий (чью-л.) скорбь;
2) стройный, последовательный, связный (λόγος Plat.);
3) согласный, соответствующий (τινι Her., Eur., Arst.): ξυνῳδὰ φρονεῖν τινι Arph., быть чьим-л. единомышленником.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-ῳδός -όν, Att. ook ξυνῳδός, poët. συναοιδός Eur. HF 787 meezingend (met), samen zingend (met), met dat.: τοῖς ἐμοῖς θρηνήμασι ξυνῳδοί die meezingen met mijn rouwklachten Eur. Or. 133. overdr. overeenstemmend (met), met dat.: λόγοι συνῳδοὶ τοῖς ἔργοις woorden die met de daden overeenstemmen Aristot. EN 1172b5.

Middle Liddell

[ᾠδή]
I. singing or sounding in unison with, responsive, Eur.
2. absol. in harmony, accordant, Plat.
II. metaph. according with, in harmony with, τινί Hdt., Eur., etc.

English (Woodhouse)

attuned to, compatible with, consistent with, in accord, in harmony with, corresponding to, responsive to

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)