δίγονος: Difference between revisions
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δίγονος:'''<br /><b class="num">1)</b> дважды рожденный (эпитет Вакха) Anth.;<br /><b class="num">2)</b> двойной ([[μάσθλης]] Soph.): δίγονα σώματα Eur. два (мертвых) тела. | |elrutext='''δίγονος:'''<br /><b class="num">1)</b> дважды рожденный (эпитет Вакха) Anth.;<br /><b class="num">2)</b> [[двойной]] ([[μάσθλης]] Soph.): δίγονα σώματα Eur. два (мертвых) тела. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=δί-γονος, ον <i>adj</i> [[γίγνομαι]]<br /><b class="num">1.</b> [[twice]]-[[born]], of [[Bacchus]], Anth.<br /><b class="num">2.</b> [[twin]]: [[double]], Eur. | |mdlsjtxt=δί-γονος, ον <i>adj</i> [[γίγνομαι]]<br /><b class="num">1.</b> [[twice]]-[[born]], of [[Bacchus]], Anth.<br /><b class="num">2.</b> [[twin]]: [[double]], Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 19 August 2022
English (LSJ)
ον, A twice-born, Βάκχος E.Hipp.560 (lyr.), cf.AP9.524.5. 2 twin: double, μάσθλης δ. S.Fr.129 (nisi leg. δίτονον) ; δ. σώματα two bodies, E.El.1178 (lyr.); but, II parox., διγόνος, ον, bearing twice, Emp.69; bearing twins, Man.5.291. III δίγονος· περιστερά, Hsch.
German (Pape)
[Seite 615] zweimal geboren; Bacchus Anth. IX, 524; übh. = doppelt, beide, δίγονα σώματα Eur. El. 1179; – διγόνος, zweimal, doppelt erzeugend, gebärend, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
δίγονος: -ον, ὁ δὶς γεννηθείς, ἐπὶ τοῦ Βάκχου, Ἀνθ. Π. 9. 524. 2). δίδυμος, διπλοῦς, μάσθλης δ. Σοφ. Ἀποσπ. 137· δ. σώματα, δύο σώματα, Εὐρ. Ἠλ. 1178· ἀλλά, ΙΙ. ἐνεργ. = δίτοκος, ὁ γεννῶν δὶς ἢ δύο ὁμοῦ, δίδυμα. Ἡσύχ. Καὶ τὸ παθητ. καὶ τὸ ἐνεργ. τονίζονται ἐπὶ τῆς προπαραληγούσης.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
né ou engendré deux fois (ép. de Bacchus) ; p. suite double.
Étymologie: δίς, γίγνομαι.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
• Morfología: [gen. -οιο E.Hipp.560]
I 1nacido dos veces, Βάκχος E.l.c., cf. AP 9.524.
2 que puede alumbrar en dos momentos distintos, e.e., en el séptimo o en el noveno mes del embarazo γυναῖκες Emp.B 69.
3 que tiene hijos de dos mujeres de un bígamo, Man.5.291.
II doble μάσθλης S.Fr.129, δίγονα σώματ' dos cuerpos E.El.1179.
III δ.· περιστερά Hsch.
Greek Monolingual
δίγονος,
ον (Α)
1. (για τον Διόνυσο) αυτός που γεννήθηκε δύο φορές
2. διπλός, δίδυμος
3. δίτοκος
4. (για ιμάντα, λουρί) ο διπλάσιος σε μήκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι + -γονος < γίγνομαι.
Greek Monotonic
δίγονος: -ον (γί-γνομαι),
1. αυτός που έχει γεννηθεί δύο φορές, λέγεται για τον Βάκχο, σε Ανθ.
2. δίδυμος, διπλός, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
δίγονος:
1) дважды рожденный (эпитет Вакха) Anth.;
2) двойной (μάσθλης Soph.): δίγονα σώματα Eur. два (мертвых) тела.
Middle Liddell
δί-γονος, ον adj γίγνομαι
1. twice-born, of Bacchus, Anth.
2. twin: double, Eur.