πρόσκοπος: Difference between revisions

From LSJ

ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)

Source
m (Text replacement - " in pl." to " in plural")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πρόσκοπος:''' <b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> дозорный, часовой на боевом посту Xen.;<br /><b class="num">2)</b> разведчик Xen.<br />предусмотрительный, осмотрительный, осторожный Pind.
|elrutext='''πρόσκοπος:''' <b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> дозорный, часовой на боевом посту Xen.;<br /><b class="num">2)</b> [[разведчик]] Xen.<br />предусмотрительный, осмотрительный, осторожный Pind.
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 13:06, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσκοπος Medium diacritics: πρόσκοπος Low diacritics: πρόσκοπος Capitals: ΠΡΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: próskopos Transliteration B: proskopos Transliteration C: proskopos Beta Code: pro/skopos

English (LSJ)

ον, A foreseeing, sagacious, σύνεσις Pi.Fr.231 (for A.Eu. 105, v. ἀπρόσκοπος). II as substantive, outpost, vedette, X.Lac.12.6: pl., reconnoitring party, Id.Cyr.5.2.6, D.C.40.10, etc.

German (Pape)

[Seite 770] vorschauend, vorsichtig; ἐν ἡμέρᾳ δὲ μοῖρα πρόσκοπος βροτῶν, Aesch. Eum. 105; σύνεσις, Schol. Pind. N. 7, 87. Als subst. der Kundschafter, Xen. Cyr. 5, 2, 6, auch der Vorposten vor dem Lager, Lac. 12, 6.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσκοπος: -ον, ὁ προσκοπῶν, ὁ προβλέπων, προνοητής, Πινδ. Ἀποσπ. 255˙ (περὶ τοῦ Αἰσχύλ. Εὐμ. 105, μοῖρα πρόσκοπος τοῦ κώδικος, ἴδε ἀπρόσκοπος). ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ προπορευόμενος πρὸς κατόπτευσιν, Ξεν. Λακ. 12. 6˙ καὶ ἐν τῷ πληθ., σῶμα προπορευόμενον πρὸς κατόπτευσιν, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 5. 2, 6, Δίων Κ. 40. 10, κτλ. ― Κατὰ Σουΐδ.: «προσκόπων˙ προφυλάκων».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui observe en avant ; ὁ πρόσκοπος, avant-poste, vedette ; οἱ πρόσκοποι les éclaireurs.
Étymologie: πρό, σκοπός.

English (Slater)

πρόσκοπος, -ον
   1 foreseeing τόλμα τέ μιν ζαμενὴς καὶ σύνεσις πρόσκοπος ἐσάωσεν fr. 231.

Spanish

previsora

Greek Monolingual

-ον / πρόσκοπος, -ον, ΝΑ, θηλ. και -ίνα Ν
1. αυτός που προπορεύεται και παρατηρεί, ο προπορευόμενος για κατόπτευση
2. το αρσ. ως ουσ. ο πρόσκοπος
ο ανιχνευτής
νεοελλ.
1. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο πρόσκοπος και η προσκοπίνα
κάθε νεός ή νέα που ανήκει στην οργάνωση του προσκοπισμού
2. φρ. «πρόσκοπο πλοίο» ή απλώς «πρόσκοπος»
ναυτ. ελαφρό πολεμικό πλοίο το οποίο εκτελεί αποστολή ανίχνευσης, περιπολίας ή μεταφοράς μηνυμάτων
αρχ.
αυτός που προβλέπει, προνοητικόςπρόσκοπος σύνεσις», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -σκοπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. κατά-σκοπος].

Greek Monotonic

πρόσκοπος: -ον, αυτός που εξετάζει εκ των προτέρων· ως ουσ., προπορευόμενος, κατάσκοπος, ανιχνευτής, σε Ξεν.· στον πληθ., αναγνωριστικό σώμα στρατού, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

πρόσκοπος: II
1) дозорный, часовой на боевом посту Xen.;
2) разведчик Xen.
предусмотрительный, осмотрительный, осторожный Pind.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρό-σκοπος -ον [πρό, σκοπός] vooruitziend; subst. οἱ πρόσκοποι verkenners. Xen. Cyr. 5.2.6.

Middle Liddell

πρό-σκοπος, ον,
seeing beforehand: as substantive an outpost, vidette, Xen.; in plural a reconnoitring party, Xen.

English (Woodhouse)

vedette

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)