θεόδμητος: Difference between revisions
ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θεόδμητος:'''<br /><b class="num">1)</b> воздвигнутый богами (πύργοι Hom.);<br /><b class="num">2)</b> сооруженный в честь богов ([[βωμός]] Eur.). | |elrutext='''θεόδμητος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[воздвигнутый богами]] (πύργοι Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[сооруженный в честь богов]] ([[βωμός]] Eur.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=θεό-δμητος, ον [[δέμω]]<br />god-built, made or founded by the gods, Il., Pind., etc. | |mdlsjtxt=θεό-δμητος, ον [[δέμω]]<br />god-built, made or founded by the gods, Il., Pind., etc. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:10, 19 August 2022
English (LSJ)
Dor. θεόδματος, ον, also α, ον Pi.O.6.59, Fr.87.1: (δέμω):— god-built, founded by the gods, πύργοι Il.8.519; Δᾶλος Pi. ll.cc.; πύλαι B.Fr.7 Bgk. (cf. p.437 Jebb); Ἀθῆναι S.El.707; βωμός E.Hec.23: metaph., θεόδμητον χρέος, ἀρεταί, Pi.O.3.7, I.6(5).11.
German (Pape)
[Seite 1195] (auch θεοδμήτη Δῆλος, Pind. Ol. 6, 59), von Gott gebau't, gegründet; πύργοι Il. 8, 519; βωμός, für die Götter erbau't, Eur. Hec. 23; Soph. El. 707; Pind. öfter, auch übertr., ἀρετή I. 5, 10, χρέος Ol. 3, 7.
Greek (Liddell-Scott)
θεόδμητος: Δωρ. -δμᾱτος, ον, ὡσαύτως α, ον, Πινδ. Ο. 6. 100, Ἀποσπ. 58. 1· (δέμω)· θεόκτιστος, θεμελιωθεὶς ὑπὸ τῶν θεῶν, πύργοι Ἰλ. Θ. 519· Δῆλος Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· Πύλαι Βακχυλ. 7· Ἀθῆναι· Σοφ. Ἠλ. 707· βωμὸς Εὐρ. Ἑκ. 23· - μεταφ., θεόδμ. χρέος, ἀρετὰ Πινδ. Ο. 3. 11, Ι. 6 (5). 15.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 bâti, fondé par les dieux;
2 élevé en l’honneur des dieux.
Étymologie: θεός, δέμω.
English (Autenrieth)
(δέμω): god-built, Il. 8.519†.
Greek Monolingual
και θεοδόμητος, -η, -ο (Α θεόδμητος, δωρ. τ. θεόδματος, -ον, θηλ. και θεοδμάτα)
ο κτισμένος ή θεμελιωμένος από θεό («Ἀθηνῶν τῶν θεοδμήτων», Σοφ.)
νεοελλ.
(για μονές ή ναούς) ο κτισμένος για προσκύνηση και λατρεία του θεού
αρχ.
αυτός που έχει θεσπιστεί, που έχει τεθεί από θεό («θεόδματον χρέος», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -δμητος (< δέμω), πρβλ. εύ-δμητος λιθό-δμητος].
Greek Monotonic
θεόδμητος: -ον, Δωρ. -δμᾶτος, -ον και -α, -ον (δέμω)· αυτός που κατασκευάστηκε από θεό, ο φτιαγμένος ή εγκατεστημένος από θεούς, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ., κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
θεόδμητος:
1) воздвигнутый богами (πύργοι Hom.);
2) сооруженный в честь богов (βωμός Eur.).
Middle Liddell
θεό-δμητος, ον δέμω
god-built, made or founded by the gods, Il., Pind., etc.