δικαιολογία: Difference between revisions
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δῐκαιολογία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[ведение судебного дела]], [[судебная защита]] Arst., Polyb., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> защитительная речь на суде (διεξελθεῖν τὴν δικαιολογίαν Plut.);<br /><b class="num">3)</b> рит. судебное красноречие Arst. | |elrutext='''δῐκαιολογία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[ведение судебного дела]], [[судебная защита]] Arst., Polyb., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[защитительная речь на суде]] (διεξελθεῖν τὴν δικαιολογίαν Plut.);<br /><b class="num">3)</b> рит. судебное красноречие Arst. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:10, 19 August 2022
English (LSJ)
ἡ, A plea in justification, Demad.7, Arist.Rh.Al.1438a25, LXX 2 Ma.4.44, PFlor.6.13 (iii A. D.): generally, pleading, Plb.3.21.3, al. II pl., forensic speeches, Arist.Rh.Al.1421b13, 1432b33.
German (Pape)
[Seite 626] ἡ, Vorbringung u. Vertheidigung seiner Gerechtsame, = ἀπολογία; Demad. 7; Pol. 3, 21, 3; Plut. Rom. 19 u. öfter; neben πίστις, Beweisführung, Arist. rhet. ad Alex. 30. 32. – Auch = δικολογία, Gerichtsrede, ib. 1; dem δημηγορίας entgegengesetzt, 18, wenn nicht mi Spengel beide Stellen zu ändern sind.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκαιολογία: ἡ, ὑπεράσπισις, Δημάδ. 179. 19, Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 19, 4. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., δικανικοὶ λόγοι, αὐτόθι 2. 2., 19. 14.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
défense en justice, plaidoirie.
Étymologie: δικαιολογέω.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
alegato, alegaciones, discurso de defensa o justificación
a) en cont. polít. ταῖς πίστεσι καὶ ταῖς δικαιολογίαις βεβαιῶσαι τὸν λόγον ἡμᾶς que nosotros apoyemos nuestra afirmación con pruebas y alegaciones Anaximen.Rh.1438a25, de los cartagineses justificando su actuación ante los romanos, Plb.3.21.3, cf. 20.9.7, Plu.2.866e, πρὸς Ἡρακλεώτας ἀποσταλεὶς πρεσβευτὴς ἐποιήσατο τὴν δικαιολογίαν IKeramos 6.19 (II a.C.), de dos ciudades litigantes en un juicio de arbitraje ἐκ τῆς ὑφ' ἑκατέρων γενηθείσης δικαιολογίας ICr.3.4.9.55, cf. 31 (Itanos II a.C.), de una ciudad ante otra, mediante decreto, Plu.Per.30, cf. Demad.87.7, Ps.Dicaearch.1.15;
b) en cont. forense αἱ περὶ τὰ συμβόλαια δικαιολογίαι los alegatos forenses relativos a contratos Anaximen.Rh.1421b13, cf. 1432b34, ἐξ ὧν δὲ προενήνεκτο καὶ παρανέγνω ἐπὶ τῆς δικαιολογίας y basado en cuanto había declarado y leído en su alegato (el abogado), PTor.Choachiti 12.4.33, cf. 12.9.4 (II a.C.);
c) en peticiones o alegaciones ante autoridades civiles παραθεμένου τὰς ὑπὲρ αὐτοῦ δικαιολογίας presentando las alegaciones que hablan en su favor, PLeit.8.11 (III d.C.), ante el comarca en una denuncia por robo PTeb.796.18 (II a.C.), ante autoridades eclesiásticas o relig. Ph.2.160, γνῶθι οὖν ἀσφαλῶς εἰ ἔχει τινὰ δικαιολογίαν καὶ σύνελθε ὁσίως averigua si su alegación es justa y asístela santamente, POxy.2193.25 (V/VI d.C.), cf. SB 7033.32 (V d.C.), δικαιολογίᾳ τῇ τῶν κανόνων apoyándose en su alegación en los cánones, e.e. con la justificación de los cánones Pall.V.Chrys.9.60.
Greek Monolingual
η (AM δικαιολογία)
1. η υπεράσπιση τών δικαίων με επιχειρήματα
2. τα επιχειρήματα που προβάλλει κάποιος για να εξηγήσει τις ενέργειές του
μσν.- νεοελλ.
το πρόσχημα
αρχ.
στον πληθ. δικαιολογίαι
δικανικοί λόγοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκαιον + -λογία < -λόγος < λέγω.
Russian (Dvoretsky)
δῐκαιολογία: ἡ
1) ведение судебного дела, судебная защита Arst., Polyb., Plut.;
2) защитительная речь на суде (διεξελθεῖν τὴν δικαιολογίαν Plut.);
3) рит. судебное красноречие Arst.