ξεναπάτης: Difference between revisions
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ξενᾰπάτης:''' дор. ξενᾰπάτᾱς, ион. [[ξειναπάτης|ξεινᾰπάτης]], ου (πᾰ) adj. m<br /><b class="num">1)</b> обманывающий чужеземцев Pind.;<br /><b class="num">2)</b> [[обманывающий гостя]], [[нарушитель законов гостеприимства]] ([[ψεύδορκος]] καὶ ξ. Eur.). | |elrutext='''ξενᾰπάτης:''' дор. ξενᾰπάτᾱς, ион. [[ξειναπάτης|ξεινᾰπάτης]], ου (πᾰ) adj. m<br /><b class="num">1)</b> [[обманывающий чужеземцев]] Pind.;<br /><b class="num">2)</b> [[обманывающий гостя]], [[нарушитель законов гостеприимства]] ([[ψεύδορκος]] καὶ ξ. Eur.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 19:29, 19 August 2022
English (LSJ)
[πᾰ], ου, ὁ, poet. ξειν-, (ἀπατάω) A one who cheats strangers, Pi.O.10(11).34. 2 one who betrays his host, Ibyc.Oxy.1790i10, E.Med.1392 (anap.). II a treacherous breeze within a harbour, while another is blowing at sea, AB109.
German (Pape)
[Seite 276] ὁ, ion. u. poet. ξειναπάτης, der Gastfreunde oder Fremde betrügt; ξεναπάτας βασιλεὺς Ἐπειῶν, Pind. Ol. 11, 35; ξειναπάτας, Eur. Med. 1392. – In B. A. 109 steht ξεναπατᾶς, ἰδίως ἐπὶ τῶν ὅταν μὴ τοιοῦτοι πνέωσιν οἱ ἄνεμοι ἐν τοῖς πελάγεσιν, ὁποῖοι ἐν τοῖς λιμέσιν, ein Wind, der die Fremden täuscht.
Greek (Liddell-Scott)
ξενᾰπάτης: -ου, ὁ, ποιητ. ξειν-, (ἀπατάω) ὁ ἀπατῶν ξένους, Πινδ. Ο. 10 (11). 43· ἢ ὁ ἀπατῶν τὸν ξένον του, Εὐρ. Μήδ. 1392. ΙΙ. ἀπατηλὸς ἄνεμος ἐντὸς τοῦ λιμένος, ἐνῷ ἄλλος ἄνεμος πνέει εἰς τὸ πέλαγος, «ξεναπάτας: ἰδίως ἐπὶ τῶν ὅταν μὴ τοιοῦτοι πνέωσιν οἱ ἄνεμοι ἐν τοῖς πελάγεσιν, ὁποῖοι ἐν τοῖς λιμέσιν» Α. Β. 107. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 289.
Greek Monolingual
ξεναπάτης, ποιητ. τ. ξειναπάτης, ὁ (Α)
1. αυτός που εξαπατά τους ξένους
2. αυτός που προδίδει εκείνον που τον φιλοξενεί
3. απατηλός άνεμος που πνέει στο λιμάνι, ενώ στο ανοιχτό πέλαγος πνέει άλλος άνεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος / ξεῖνος + -απάτης (< απατῶ), πρβλ. φρεν-απάτης, ψυχ-απάτης].
Greek Monotonic
ξενᾰπάτης: -ου, ὁ, ποιητ. ξειν- (ἀπατάω), αυτός που εξαπατά ξένους ή αυτός που εξαπατά τον φιλοξενούμενό του, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ξενᾰπάτης: дор. ξενᾰπάτᾱς, ион. ξεινᾰπάτης, ου (πᾰ) adj. m
1) обманывающий чужеземцев Pind.;
2) обманывающий гостя, нарушитель законов гостеприимства (ψεύδορκος καὶ ξ. Eur.).
Middle Liddell
ξεν-ᾰπάτης, ου, ὁ, ἀπατάω
one who cheats strangers, or who cheats his host, Eur.