πολύγναμπτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $3")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πολύγναμπτος:'''<br /><b class="num">1)</b> весьма извилистый (μυχοί Pind.; [[λαβύρινθος]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> [[вьющийся]], [[кудрявый]] ([[σέλινον]] Theocr.).
|elrutext='''πολύγναμπτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[весьма извилистый]] (μυχοί Pind.; [[λαβύρινθος]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> [[вьющийся]], [[кудрявый]] ([[σέλινον]] Theocr.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 19:45, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠγναμπτος Medium diacritics: πολύγναμπτος Low diacritics: πολύγναμπτος Capitals: ΠΟΛΥΓΝΑΜΠΤΟΣ
Transliteration A: polýgnamptos Transliteration B: polygnamptos Transliteration C: polygnamptos Beta Code: polu/gnamptos

English (LSJ)

ον, A much-bent, much-twisting, μυχοί Pi.O.3.27; λαβύρινθοι AP9.191; προχοαί Q.S.1.286; curly, σέλινον Theoc. 7.68.

German (Pape)

[Seite 661] viel, sehr od. auf vielerlei Art gekrümmt; μυχοί, Pind. Ol. 3, 27, von Gebirgsgegenden; λαβύρινθος, mit vielen Windungen, Ep. ad. 564 (IX, 191); πορεία, Nonn. D. 14, 373; σέλινον, kraus, Theocr. 7, 68.

Greek (Liddell-Scott)

πολύγναμπτος: -ον, ποικιλόκαμπτος, πολυγνάμπτων μυχῶν, κατὰ πολλοὺς τρόπους καμπτομένων κοιλωμάτων, φαράγγων, Πινδ. Ο. 3. 49· λαβύρινθος Ἀνθ. Π. 9. 191· συνεστραμμένος, σγουρός, σέλινον Θεόκρ. 7. 68.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui a beaucoup de sinuosités, aux détours abondants;
2 recourbé, frisé en parl. de certains feuillages.
Étymologie: πολύς, γνάμπτω.

English (Slater)

πολύγναμπτος
   1 meandering Ἀρκαδίας ἀπὸ δειρᾶν καὶ πολυγνάμπτων μυχῶν (O. 3.27)

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει πολλές και ποικίλες καμπές
2. αυτός που έχει πολλές διακλαδώσεις («πολύγναμπτοι λαβύρινθοι», Ανθ. Παλ.)
3. σγουρός, κατσαρός («πολύγναμπτον σέλινον», Θεοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + γναμπτός «καμπύλος» (< γνάμπτω «κάμπτω»), πρβλ. ά-γναμπτος, εύ-γναμπτος].

Greek Monotonic

πολύγναμπτος: -ον, αυτός που λυγίζει πολύ, αυτός που στρίβει, κάμπτεται πολλές φορές, σε Πίνδ.· σγουρός, κατσαρός, σέλινον, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

πολύγναμπτος:
1) весьма извилистый (μυχοί Pind.; λαβύρινθος Anth.);
2) вьющийся, кудрявый (σέλινον Theocr.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύγναμπτος -ον [πολύς, γνάμπτω] met veel bochten; gekruld:. σέλινον selderij Theocr. Id. 7.68.

Middle Liddell

πολύ-γναμπτος, ον,
much-bent, much-twisting, Pind.: curling, frizzled, σέλινον Theocr.