ἀκροατικός: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $3")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀκροᾱτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[произносимый перед слушателями]], [[устный]] ([[λόγος]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> выдаваемый в виде вознаграждения слушателям ([[μισθός]] Luc.).
|elrutext='''ἀκροᾱτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[произносимый перед слушателями]], [[устный]] ([[λόγος]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[выдаваемый в виде вознаграждения слушателям]] ([[μισθός]] Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀκροάομαι]]<br />of or for [[hearing]], μισθὸς ἀκρ. a lecturer's fee, Luc.
|mdlsjtxt=[[ἀκροάομαι]]<br />of or for [[hearing]], μισθὸς ἀκρ. a lecturer's fee, Luc.
}}
}}

Revision as of 19:55, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκροᾱτικός Medium diacritics: ἀκροατικός Low diacritics: ακροατικός Capitals: ΑΚΡΟΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: akroatikós Transliteration B: akroatikos Transliteration C: akroatikos Beta Code: a)kroatiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for hearing; μισθὸς ἀ. lecturer's fee, Luc.Dem.Enc.25. Adv. -κῶς, ἔχειν to be fond of hearing, Ph.1.215. 2 = ἀκροαματικός, λόγοι Arist.Fr.662, Iamb.Protr.21.

German (Pape)

[Seite 82] das Hören betreffend, μισθός, das Honorar, Luc. Enc. Dem. 25; – ἀκροατικῶς ἔχειν, gern hören wollen, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροᾱτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς ἀκρόασιν, ἀκρ. λόγοι, ἐσωτερικοί, βαθύτεροι λόγοι (ἴδε ἀκροαματικός), Ἀριστ. Ἀποσπ. 612· μισθὸς ἀκρ., ὁ μισθὸς τοῦ διδάσκοντος, Λατ. honorarium, Λουκ. Ἐγκώμ. Δημ. 25. ― Ἐπίρρ. ἀκροατικῶς ἔχειν, ἀγαπῶ νὰ ἀκροῶμαι, Φίλων 1. 215, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 c. ἀκροαματικός;
2 qui concerne un lecteur.
Étymologie: ἀκροάομαι.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1destinado al oyente μισθὸς ἀ. sueldo por escuchar Luc.Dem.Enc.25.
2 de tipo esotérico-dogmático λόγοι Arist.Fr.662, διδασκαλία Plu.Alex.7
subst. τὸ ἀ. op. τὸ ἐξωτερικόν Iambl.Protr.21.
II adv. -ῶς con disposición para oír ἔχειν Ph.1.215.

Greek Monolingual

ἀκροατικός, -ή, -όν (Α) ἀκροατής
1. ο κατάλληλος ή προορισμένος για ακρόαση, ακροαματικός
2. φρ. «ἀκροατικοὶ λόγοι», οι εσωτερικοί, οι βαθύτεροι λόγοι τών φιλοσόφων
3. «ἀκροατικὸς μισθός», ο μισθός αυτού που διδάσκει, που εκφωνεί λόγους.

Greek Monotonic

ἀκροᾱτικός: -ή, -όν (ἀκροάομαι), αυτός που ταιριάζει ή είναι κατάλληλος για ακρόαση, μισθός ἀκρ., ο μισθός του διδασκάλου, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκροᾱτικός:
1) произносимый перед слушателями, устный (λόγος Arst.);
2) выдаваемый в виде вознаграждения слушателям (μισθός Luc.).

Middle Liddell

ἀκροάομαι
of or for hearing, μισθὸς ἀκρ. a lecturer's fee, Luc.