ἀνδραποδώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+)(\.) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2$3 , $5 $6")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀνδρᾰποδώδης:'''<br /><b class="num">1)</b> [[присвоенный рабам]], [[рабский]], [[невольничий]] ([[θρίξ]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> перен. свойственный рабам, низменный ([[ἀρετή]] Plat.; ἡδοναί Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[раболепный]] ([[πλῆθος]] Arst.).
|elrutext='''ἀνδρᾰποδώδης:'''<br /><b class="num">1)</b> [[присвоенный рабам]], [[рабский]], [[невольничий]] ([[θρίξ]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> перен. [[свойственный рабам]], [[низменный]] ([[ἀρετή]] Plat.; ἡδοναί Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[раболепный]] ([[πλῆθος]] Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 08:45, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδραποδώδης Medium diacritics: ἀνδραποδώδης Low diacritics: ανδραποδώδης Capitals: ΑΝΔΡΑΠΟΔΩΔΗΣ
Transliteration A: andrapodṓdēs Transliteration B: andrapodōdēs Transliteration C: andrapododis Beta Code: a)ndrapodw/dhs

English (LSJ)

ες, A slavish, servile, abject, opp. ἐλευθέριος, Arist. EN1128a21; ἀρετή Pl.Phd.69b; ἄγροικος καὶ ἀνελεύθερος . . ἀ. τε Id.Lg.880a, cf. X.Mem.4.2.22; θηριώδης καὶ ἀ. Pl.R.430b, cf. Arist. EN1118a25; τεχνιτεῖαι Epicur.Ep.2p.40U.; ἀ. θρίξ short coarse hair like that of slaves, hence metaph., ἔτι τὴν ἀ. τρίχα ἔχοντες ἐν τῆ ψυχῆ Pl.Alc.1.120b. Adv. -δῶς Id.Smp.215e.

German (Pape)

[Seite 217] ες, knechtisch, bes. von knechtischer Gesinnung, im Ggstz des ἐλεύθερος; mit ἄγροικος u. ἀνελεύθερος vrbdn Plat. Legg. IX, 880 a; ἀνδ. καὶ ἀχάριστος ἡδονή Ep. VII, 335 c; vgl. Xen. Mem. 4, 2, 22; Arist. Rhet. 2, 11; superl. Plat. Ep. 2, 311 c; θρίξ, das kurz geschorene Haar der Sklaven, VLL.; Plat. überträgt dies auf unfreies Wesen, ἐν τῇ ψυχῇ ἔχεις τρίχα ἀνδ., Alc. I, 120 b. – Adv., ἀνδραποδωδῶς διακεῖσθαι Plat. Conv. 215 e; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρᾰποδώδης: -ες, (εἶδος) δουλικός, δουλοπρεπής, ποταπός, ἀντίθ. τῷ ἐλευθέριος. (Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 8, 5), ἀρετὴ Πλάτ. Φαίδων 69B· ἄγροικος ... καὶ ἀνδρ. ὁ αὐτ. Νόμ. 880· πρβλ. Ξεν. Ἀπομ. 4. 2. 22· θηριώδης καὶ ἀνδρ. Πλάτ. Πολ. 430Β, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 10, 8., 11, 3, κτλ., ἀνδρ. θρίξ, βραχεῖα καὶ ἠμελημένη κόμη, οἵα ἡ τῶν ἀνδραπόδων, ἐντεῦθεν μεταφ., ἔτι τὴν ἀνδρ. τρίχα ἐν τῇ ψυχῇ ἔχοντες Πλάτ. Ἀλκ. 1. 120B. -Ἐπίρρ. -δῶς ὁ αὐτ. Συμπ. 215E.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
1 d’esclave;
2 servile, digne d’un esclave, grossier.
Étymologie: ἀνδράποδον, -ωδης.

Spanish (DGE)

-ες
1 propio de un esclavo, servil, ἀρετή Pl.Phd.69b, διὸ καὶ δικαίως ἀνδραποδώδεις κέκληνται Pl.Phdr.258e, ἀνδραποδώδεις καὶ θηριώδεις (ἡδοναὶ) Arist.EN 1118a25, cf. Plu.2.5b, τὰς ἀ. ἀστρολόγων τεχνιτείας Epicur.Ep.[3] 93, cf. X.Mem.4.2.22, Hier.5.2, Ph.2.268, 2.352, Luc.Merc.Cond.8, DMort.24.3, Philostr.VA 8.7.12
subst. ὁ ἀ. el hombre servil καὶ ὁ πρᾶος μέσος τοῦ χαλεποῦ καὶ τοῦ ἀνδοαποδώδους Arist.EE 1231b26, καὶ ἡ ἐλευθερίου παιδία διαφέρει τῆς τοῦ ἀνδραποδώδους Arist.EN 1128a21.
2 adv. -ῶς servilmente Pl.Smp.215e, Luc.Bis Acc.20.

Greek Monolingual

ἀνδραποδώδης, -ες (Α)
όμοιος με ανδράποδο, ταιριαστός σε ανδράποδα, δουλικός, ευτελής.

Greek Monotonic

ἀνδρᾰποδώδης: -ες (εἶδος), δουλικός, υπηρετικός, δουλοπρεπής, ποταπός, σε Πλάτ., Ξεν.· επίρρ. -δῶς, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδρᾰποδώδης:
1) присвоенный рабам, рабский, невольничий (θρίξ Plat.);
2) перен. свойственный рабам, низменный (ἀρετή Plat.; ἡδοναί Arst.);
3) раболепный (πλῆθος Arst.).

Middle Liddell

εἶδος
slavish, servile, abject, Plat., Xen. adv. -δῶς, Plat.

English (Woodhouse)

slavish

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)