κακόβιος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κᾰκόβιος:''' ведущий тяжелую жизнь, влачащий жалкое существование (Θρήϊκες Her.; [[Πέρσαι]] Xen.; αἱ ἀκανθίδες Arst.; [[ἄνθρωπος]] Plut.).
|elrutext='''κᾰκόβιος:''' [[ведущий тяжелую жизнь]], [[влачащий жалкое существование]] (Θρήϊκες Her.; [[Πέρσαι]] Xen.; αἱ ἀκανθίδες Arst.; [[ἄνθρωπος]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰκό-βιος, ον<br />[[living]] ill or [[poorly]], Hdt., Xen.
|mdlsjtxt=κᾰκό-βιος, ον<br />[[living]] ill or [[poorly]], Hdt., Xen.
}}
}}

Revision as of 11:20, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόβῐος Medium diacritics: κακόβιος Low diacritics: κακόβιος Capitals: ΚΑΚΟΒΙΟΣ
Transliteration A: kakóbios Transliteration B: kakobios Transliteration C: kakovios Beta Code: kako/bios

English (LSJ)

ον, A living poorly, living a hard life, Hdt.4.95, X.Cyr.7.5.67 (Sup.), Arist.HA616b31, Str.17.2.1.

German (Pape)

[Seite 1299] schlecht, kümmerlich lebend, Her. 4, 95; im superl., Xen. Cyr. 7, 5, 67; Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκόβιος: -ον, ζῶν πενιχρῶς, διάγων βίον πλήρη στερήσεων, Ἡρόδ. 4. 95, Ξεν. Κύρ. 7. 5. 67, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 17, 2, Στράβ. 821.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a une vie rude ou besogneuse;
Sp. κακοβιώτατος.
Étymologie: κακός, βίος.

Greek Monolingual

κακόβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει ζωή γεμάτη στερήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -βιος (< βίος), πρβλ. ισόβιος, μεσόβιος].

Greek Monotonic

κᾰκόβιος: -ον, αυτός που ζει με στερήσεις ή φτωχικά, σε Ηρόδ., Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακόβιος -ον [κακός, βίος] in ellende levend.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόβιος: ведущий тяжелую жизнь, влачащий жалкое существование (Θρήϊκες Her.; Πέρσαι Xen.; αἱ ἀκανθίδες Arst.; ἄνθρωπος Plut.).

Middle Liddell

κᾰκό-βιος, ον
living ill or poorly, Hdt., Xen.