πολυχανδής: Difference between revisions
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πολυχανδής:''' много вмещающий, объемистый ([[κρωσσός]] Theocr.). | |elrutext='''πολυχανδής:''' [[много вмещающий]], [[объемистый]] ([[κρωσσός]] Theocr.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=πολῠ-χανδής, ές [[χανδάνω]]<br />[[wide]]-[[yawning]], Theocr. | |mdlsjtxt=πολῠ-χανδής, ές [[χανδάνω]]<br />[[wide]]-[[yawning]], Theocr. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:40, 20 August 2022
English (LSJ)
ές, A wide-yawning, capacious, Orph.Fr.56; ψυχῆς π. κόλπον Stud.Ital. (N.S.) 2.398 (Crete); κρωσσός Theoc.13.46; ὅλμος Nic.Th.951; λαιμός Nonn.D.11.162; νηδύς Q.S.1.527; σίμβλος Tryph.535: in late Prose, κοτύλη -εστέρα Them. Or.23.299c.
German (Pape)
[Seite 676] ές, viel fassend; ὅλμος, Nic. Th. 951; λαιμός, Nonn. D. 11, 162.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠχανδής: -ές, ἐπὶ ὑδροφόρου ἀγγείου, τὸ πολὺ χωροῦν, πολυχανδέα κρωσσὸν Θεόκρ. 13. 46· ὅλμος Νικ. Θηρ. 951· κοτύλη πολυχανδεστέρα Θεμίστ. 299C. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυχανδέα· πολλὰ χωροῦσαν».
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui contient beaucoup, de vaste capacité.
Étymologie: πολύς, χανδάνω.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
1. (κυρίως για υδροφόρα αγγεία) αυτός που έχει μεγάλη χωρητικότητα, που χωράει πολλά
2. ευρύχωρος, φαρδύς («λαιμὸς πολυχανδής», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χανδής (< χανδάνω «περιλαμβάνω, περιέχω»), πρβλ. ευρυ-χανδής].
Greek Monotonic
πολῠχανδής: -ές (χανδάνω), αυτός που έχει μεγάλη χωρητικότητα, σε Θεόκρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυχανδής -ές [πολύς, χανδάνω] met grote inhoud, ruim.
Russian (Dvoretsky)
πολυχανδής: много вмещающий, объемистый (κρωσσός Theocr.).