χειμερίζω: Difference between revisions

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''χειμερίζω:''' проводить зиму, зимовать (ἐν Θεσσαλίῃ, περὶ Μίλητον Her.).
|elrutext='''χειμερίζω:''' [[проводить зиму]], [[зимовать]] (ἐν Θεσσαλίῃ, περὶ Μίλητον Her.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[χειμερίζω]], fut. -σω = [[χειμάζω]] 1, Hdt.]
|mdlsjtxt=[[χειμερίζω]], fut. -σω = [[χειμάζω]] 1, Hdt.]
}}
}}

Revision as of 11:55, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειμερίζω Medium diacritics: χειμερίζω Low diacritics: χειμερίζω Capitals: ΧΕΙΜΕΡΙΖΩ
Transliteration A: cheimerízō Transliteration B: cheimerizō Transliteration C: cheimerizo Beta Code: xeimeri/zw

English (LSJ)

A = χειμάζω 1.2, pass the winter, winter, περὶ Μίλητον Hdt.6.31; περὶ Θεσσαλίην 8.126; ἐνθαῦτα 7.37; ἐν Κύμῃ, αὐτοῦ, 8.130; also in later Prose, D.H.15.10; μετὰ τῶν λόγων Them.Or.10.130a. II to be stormy, Thphr.Sign.42.

German (Pape)

[Seite 1342] att. -ιῶ, wie χειμάζω, durchwintern, den Winter zubringen; Her. 6, 31. 7, 37. 8, 126. 130 u. sonst; Hesych. erkl. διαχειμάζω.

Greek (Liddell-Scott)

χειμερίζω: χειμάζω Ι. 2, διέρχομαι τὸν χειμῶνα, διαχειμάζω, χειμερίσας περὶ Μίλητον Ἡρόδ. 6. 31· χειμερίσας τε ἄμεινον εἶναι ἐν Θεσσαλίῃ 8. 113· ἐνθαῦτα χ. 7. 37· αἱ δὲ τῶν νηῶν καὶ ἐχειμέρισαν αὐτοῦ 8, 130· οὐχὶ παρ’ Ἀττ. ΙΙ. χειμωνιάζω, ἐὰν λύχνος ὥσπερ κέγχροις πολλοῖς κατάπλεως ᾖ, χειμερίσει, θὰ χειμωνιάσῃ, θὰ γίνῃ τρικυμία, Θεοφρ. Ἀποσπ. 6. 3. 5.

French (Bailly abrégé)

hiverner.
Étymologie: χειμέριος.

Greek Monolingual

Α
1. περνώ τον χειμώνα σε έναν τόπο, ξεχειμωνιάζω
2. (ως τριτοπρόσ.) χειμερίζει
έρχεται ο χειμώνας, χειμωνιάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖμα /χειμών (για τη μορφή του θ. βλ. λ. χειμώνας)].

Greek Monotonic

χειμερίζω: μέλ. -σω, = χειμάζω I, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

χειμερίζω: проводить зиму, зимовать (ἐν Θεσσαλίῃ, περὶ Μίλητον Her.).

Middle Liddell

χειμερίζω, fut. -σω = χειμάζω 1, Hdt.]