ἀξιόπιστος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀξιόπιστος:''' заслуживающий доверия, надежный (Plat., Arst., Dem., Anth.; εἴς τι Xen. и πρός τι Plut.).
|elrutext='''ἀξιόπιστος:''' [[заслуживающий доверия]], [[надежный]] (Plat., Arst., Dem., Anth.; εἴς τι Xen. и πρός τι Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 12:15, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀξιόπιστος Medium diacritics: ἀξιόπιστος Low diacritics: αξιόπιστος Capitals: ΑΞΙΟΠΙΣΤΟΣ
Transliteration A: axiópistos Transliteration B: axiopistos Transliteration C: aksiopistos Beta Code: a)cio/pistos

English (LSJ)

ον, A trustworthy, Pl.Alc.1.123b; ἀ. ἄν εἰκότως φαίνοιτο D.1.3; κτησίας οὐκ ὢν ἀ. Arist.HA606a8, al.; ἀ. εἴς τι X.Mem. 1.5.2; ναύλοχα ἀ. πρὸς τοσαύτην ναυτιλίαν sufficient for .., Plu.Caes. 58: Comp., Phld.Mus.p.77 K. 2 of evidence, trustworthy, Arist. GA741a37. Adv. -τως, ἀ. συνῶπται 741a34. 3 in bad sense, plausible, in Adv. -τως Timae.70, Gal.17(2).139.

German (Pape)

[Seite 270] glaubwürdig, Plat. Alc. I, 123 a; εἴς τι Xen. Mem. 1, 5, 2; zuverlässig, Dem. 1, 3; Plut. oft. – Adv. -πίστως, Cic. Att. 13, 37.

Greek (Liddell-Scott)

ἀξιόπιστος: -ον, ὁ ἄξιος πίστεως, ἀξιόπιστος, ὡς καὶ νῦν, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 123B· ἀξιόπιστος ἂν εἰκότως φαίνοιτο Δημ. 10. 5· Κτησίας οὐκ ὤν ἀξιόπιστος Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 28, 4, κ. ἀλλ.· ἀξ. εἴς τι Ξεν. Ἀπομν. 1. 5, 2· ἀξ. πρὸς τὴν τοσαύτην ναυτιλίαν, ἱκανός, ἀρκετός, Πλουτ. Καῖσ. 58. 2) τὸ ἐκ πείρας καθιστάμενον ἄξιον πίστεως, ἀλλὰ τούτων μὲν οὐ πεῖραν ἔχομεν ἀξιόπιστον Ἀριστ. Γεν. Ζ. 2. 5, 7· ὅσων ἀξιόπιστον ἔχομεν τὴν πεῖραν αὐτόθι 4. 10: - οὕτως, ἐπίρρ. -τως, ὅπερ ἀξιοπίστως μὲν οὐ συνῶπται μέχρι γε τοῦ νῦν π. Ζ. γεν. 2, 5. 3) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὁ φαινόμενος ἀξιόπιστος, εὐλογοφανής, Ἐκκλ.: - καὶ ἐπίρρ. -τως Τίμαι. 70.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
digne de foi ou de confiance.
Étymologie: ἄξιος, πίστις.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de pers. digno de crédito o de confianza ἀνήρ Pl.Alc.1.123b, SB 9456.12, ἄνθρωπος ... ἀξιόπιστος δ' ἂν εἰκότως φαίνοιτο D.1.3, Κτησίας οὐκ ὢν ἀ. Arist.HA 606a8, ὅταν οὕτω λεχθῇ ὁ λόγος ὥστε ἀξιόπιστον ποιῆσαι τὸν λέγοντα cuando el lenguaje es usado de tal forma que hace digno de fe al que habla Arist.Rh.1356a5, de los filósofos, Phld.Mus.p.77K., de Alejandro, Luc.Alex.4, φύλακες PCair.Zen.361.11 (III a.C.), μάρτυρες PLond.1711.32 (VI d.C.), φιλόσοφος Ep.Diog.8.2, cf. Fauorin.de Ex.21.3, ἀ. εἰς ταῦτα X.Mem.1.5.2
de cosas y abstr. digno de crédito, seguro ἦθος Pl.Ep.323a, πεῖρα Arist.GA 741a37, ναύλοχα πρὸς τοσαύτην ἀξιόπιστα ναυτιλίαν Plu.Caes.58, cf. Plu.2.68c, πράγματα M.Ant.6.13, κατηγορία D.C.74.9.5 (p.345), ὁ πρόσωπος Charito 6.9
leal, benevolente ἀξιοπιστότερά ἐστιν τραύματα φίλου ἢ ἑκούσια φιλήματα ἐχθροῦ LXX Pr.27.6
subst. τὸ ἀ. credibilidad τὸ τῆς ἐπαγγελίας αὐτῶν ἀξιόπιστον Plb.3.44.7.
2 capaz de creer ἵνα ... ἀξιοπίστους αὐτοὺς ἐργάσηται Chrys.M.62.207.
II subst. ἀξιόπιστον, τό autoridad, prestigio τὸ γεραιὸν τῆς ἡλικίας καὶ ἀξιόπιστον οὐκ ἐπικαλυπτέον Clem.Al.Paed.3.11.63.
III adv. -ως
1 de forma digna de crédito ἀ. συνῶπται Arist.GA 741a34.
2 verosímilmente ταῦτα λέγειν Timae.156, κελεύειν ἀ. Gal.17(2).139, τὰ αὐτῶν ... δοκεῖν εἶναι ἀληθῆ ἀ. Plot.2.9.10.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀξιόπιστος, -ον)
αυτός που εμπνέει εμπιστοσύνη, που θεωρείται άξιος να γίνει πιστευτός
αρχ.
1. αρκετός
2. όποιος έχει αποδειχθεί από την πείρα ότι αξίζει να τον εμπιστεύεται κανείς
3. εκείνος που δίνει την απατηλή εντύπωση ότι είναι αξιόπιστος.

Greek Monotonic

ἀξιόπιστος: -ον, έμπιστος, εχέμυθος, αξιόπιστος, σε Πλάτ., Δημ.· εἴςτι, σε κάτι, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀξιόπιστος: заслуживающий доверия, надежный (Plat., Arst., Dem., Anth.; εἴς τι Xen. и πρός τι Plut.).

Middle Liddell


trustworthy, Plat., Dem.; εἴς τι in a thing, Xen.

English (Woodhouse)

trustworthy

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)