βαθύσκιος: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''βαθύσκιος:''' покрытый густой тенью (πέτρης [[κευθμών]] HH; [[Λάτυμνον]] Theocr.; ὕλαι Babr.; [[οἶκος]] Plut.).
|elrutext='''βαθύσκιος:''' [[покрытый густой тенью]] (πέτρης [[κευθμών]] HH; [[Λάτυμνον]] Theocr.; ὕλαι Babr.; [[οἶκος]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 13:05, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰθύσκῐος Medium diacritics: βαθύσκιος Low diacritics: βαθύσκιος Capitals: ΒΑΘΥΣΚΙΟΣ
Transliteration A: bathýskios Transliteration B: bathyskios Transliteration C: vathyskios Beta Code: baqu/skios

English (LSJ)

ον, A deep-shaded, dark, πέτρης κευθμῶνα h.Merc.229, cf. Theoc.4.19; ὗλαι Babr.92.2; οἰκίαι Ath. Med. ap. Orib.inc.23.18. II Act., throwing a deep shade, ἀστήρ Musae.111.

German (Pape)

[Seite 425] (σκιά), tiefbeschattet, tiefschattig, κευθμών H. h. Merc. 229; Theocr. 4, 19; ἄλσος Plat. ep. 29 (Plan. 210); ὕλαι Babr. 92, 2; – tief beschattend, Musae. 111.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθύσκιος: -ον, ὁ βαθέως σκιαζόμενος, βαθεῖαν ἔχων σκιάν, σκιερός, σκοτεινός, πέτρης κευθμῶνα Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 229, πρβλ. Θεόκρ. 4. 19· ὕλη Βάβρ. 92. 2. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ σχηματίζων βαθεῖαν σκιάν, ἀστὴρ Μουσαῖ. 111.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
couvert d’une ombre profonde ou épaisse.
Étymologie: βαθύς, σκιά.

Spanish (DGE)

(βᾰθύσκιος) -ον
1 profundamente sombrío πέτρης κευθμῶνα h.Merc.229, Ταρτάριος λειμών Orph.H.18.2, οἰκίαι Ath.Med. en Orib.Inc.41.18
de lugares boscosos ἄλσος Lyr.Adesp.8(a).2, AP 16.210, Λάτυμνον Theoc.4.19, ὗλαι Babr.92.2, Q.S.3.105.
2 que trae la sombra profunda Ἕσπερος ἀστήρ Musae.111.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM βαθύσκιος, -ον)
αυτός που έχει πυκνή σκιά.

Greek Monotonic

βᾰθύσκῐος: -ον (σκιά), αυτός που έχει βαθιά σκιά, σε Ομηρ. Ύμν., Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

βαθύσκιος: покрытый густой тенью (πέτρης κευθμών HH; Λάτυμνον Theocr.; ὕλαι Babr.; οἶκος Plut.).

Middle Liddell

σκιά
deep-shaded, Hhymn., Theocr.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαθύσκιος -ον βαθύς, σκία] met diepe schaduw, schaduwrijk.