μολιβαχθής: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μολῐβαχθής:''' отягощенный или утяжеленный свинцом ([[στάθμη]] Anth.). | |elrutext='''μολῐβαχθής:''' [[отягощенный или утяжеленный свинцом]] ([[στάθμη]] Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μολῐβ-αχθής, ές [[ἄχθος]]<br />[[heavy]] with [[lead]], leaded, Anth. | |mdlsjtxt=μολῐβ-αχθής, ές [[ἄχθος]]<br />[[heavy]] with [[lead]], leaded, Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:25, 20 August 2022
English (LSJ)
ές, A heavy with lead, leaded, στάθμη AP6.103 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 199] ές, mit Blei beschwert, στάθμη, Philps. 15 (VI, 103).
Greek (Liddell-Scott)
μολῐβαχθής: -ές, βαρύς, ἕνεκα μολύβδου, «μολυβωμένος», στάθμη Ἀνθ. Π. 6. 103.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
chargé de plomb.
Étymologie: μόλιβος, ἄχθος.
Greek Monolingual
μολιβαχθής, -ές (Α)
αυτός που είναι βαρύς από τον μόλυβδο που περιέχει, ο μολυβωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλιβος + -αχθής (< ἄχθος «βάρος, φορτίο»), πρβλ. ανδρ.-αχθής, οιν-αχθής].
Greek Monotonic
μολῐβαχθής: -ές (ἄχθος), αυτός που είναι βαρύς επειδή φέρει μόλυβδο, αυτός που είναι επιχρισμένος ή φορτωμένος με μόλυβδο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μολῐβαχθής: отягощенный или утяжеленный свинцом (στάθμη Anth.).