κακοξύνετος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3, $4, $5, $6:")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κᾰκοξύνετος:''' хитрый, способный на плутни, злокозненный, коварный, зловредный: οὐκ ἀξυνετώτερος, κακοξυνετώτερος δέ Thuc. не более глупый, но более коварный.
|elrutext='''κᾰκοξύνετος:''' [[хитрый]], [[способный на плутни]], [[злокозненный]], [[коварный]], [[зловредный]]: οὐκ ἀξυνετώτερος, κακοξυνετώτερος δέ Thuc. не более глупый, но более коварный.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰκο-ξύνετος, ον<br />[[wise]] for [[evil]], Thuc.
|mdlsjtxt=κᾰκο-ξύνετος, ον<br />[[wise]] for [[evil]], Thuc.
}}
}}

Revision as of 15:00, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοξύνετος Medium diacritics: κακοξύνετος Low diacritics: κακοξύνετος Capitals: ΚΑΚΟΞΥΝΕΤΟΣ
Transliteration A: kakoxýnetos Transliteration B: kakoxynetos Transliteration C: kakoksynetos Beta Code: kakocu/netos

English (LSJ)

ον, A wise for evil, οὐκ ἀξυνετωτέρου, κακοξυνετωτέρου δέ not less wise, but more wise for evil, Th. 6.76.

German (Pape)

[Seite 1301] zum Bösen klug, arglistig, Thuc. 6, 76 im comparat., nach Schol. πανουργότερος.

Greek (Liddell-Scott)

κακοξύνετος: -ον, συνετὸς εἰς τὸ κακόν, οὐκ ἀξυνετωτέρου, κακοξυνετωτέρου δέ, οὐχὶ ὀλιγώτερον συνετοῦ ἀλλὰ συνετωτέρου εἰς τὸ κακόν, Θουκ. σ. 76.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
habile dans l’art de faire le mal;
seul. Cp. κακοξυνετώτερος.
Étymologie: κακός, σύνετος.

Greek Monolingual

κακοξύνετος, -ον (Α)
ευφυής, συνετός στο κακό («οὐκ ἀξυνετωτέρου, κακοξυνετωτέρου δέ» — όχι λιγότερο συνετού, αλλά συνετότερου στο κακό, Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + ξυνετός].

Greek Monotonic

κᾰκοξύνετος: -ον, αυτός που έχει φρόνιμη σκέψη προς το κακό, πανούργος, δόλιος, σε Θουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοξύνετος -ον [κακός, συνίημι] slinks, sluw, leep.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοξύνετος: хитрый, способный на плутни, злокозненный, коварный, зловредный: οὐκ ἀξυνετώτερος, κακοξυνετώτερος δέ Thuc. не более глупый, но более коварный.

Middle Liddell

κᾰκο-ξύνετος, ον
wise for evil, Thuc.