δοξαστικός: Difference between revisions
τὸ γὰρ ἐμφυὲς οὔτ' αἴθων ἀλώπηξ οὔτ' ἐρίβρομοι λέοντες διαλλάξαιντο ἦθος → the red fox and the roaring lion cannot change the nature born in them
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[basado en la apariencia o la imagen]] ἐπιστήμη op. ἀλήθεια Pl.<i>Sph</i>.233c.<br /><b class="num">2</b> [[basado en la opinión o la conjetura]] γνῶσις Hero <i>Def</i>.136.2.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[que tiene la capacidad de opinión]], [[que se forma opiniones]] θατέρου (τοῦ μέρους τῆς ψυχῆς) ... τοῦ δοξαστικοῦ Arist.<i>EN</i> 1140<sup>b</sup>26, cf. Plot.5.3.9, Chrys.M.55.641, Phlp.<i>in APr</i>.32.21, ἔννοιαι Epicur.<i>Sent</i>.[5] 24, δ. καὶ φανταστικὴ ... κίνησις Plu.2.1024a, cf. 1017a, 1031d, λόγος Plot.2.2.3, εὐφυΐα Dam.<i>Isid</i>.32<br /><b class="num">•</b>subst. ὁ δ. de pers. [[el que tiene opinión]] op. τεχνικός τε καὶ ἐπιστήμων Pl.<i>Tht</i>.207c, op. σοφός: οὐχὶ δέ γε τῶν δοξαστικῶν ἔσται ὁ σοφός S.E.<i>M</i>.7.157<br /><b class="num">•</b>subst. ἡ δ. (<i>sc</i>. τέχνη) [[arte que se basa en la opinión]] Pl.<i>Sph</i>.268c, μιαίνεται ἡ [[διάνοια]] ... ὅταν ἢ φανταστικῇ ἢ δοξαστικῇ ἀναμίγνυται Porph.<i>Abst</i>.4.20<br /><b class="num">•</b>τὸ δ. [[facultad de opinar]] op. αἰσθητικόν Arist.<i>de An</i>.413<sup>b</sup>30, Plu.2.1031e.<br /><b class="num">2</b> [[ingenioso]], [[lleno de ideas]] ψυχῆς ἀνδρικῆς καὶ δοξαστικῆς ἔργον εἶναι Isoc.13.17<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δοξαστικὸν καὶ μεγαλόφρον καὶ δωρητικόν Antig.Nic. en Heph.Astr.2.18.33.<br /><b class="num">III</b> [[glorificador]] τὴν δοξαστικὴν δύναμιν ἐπιδείξεται Gr.Nyss.<i>Maced</i>.108.33.<br /><b class="num">IV</b> adv. -ῶς [[mediante opinión o juicio]] τούτων ποῖα δ. καὶ ποῖα κατ' ἀλήθειαν Arist.<i>APr</i>.43<sup>b</sup>8, δ., οὐ προληπτικῶς Phld.<i>Oec</i>.5.3, δ. καὶ κατὰ κρίσιν S.E.<i>M</i>.11.156. | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[basado en la apariencia o la imagen]] ἐπιστήμη op. [[ἀλήθεια]] Pl.<i>Sph</i>.233c.<br /><b class="num">2</b> [[basado en la opinión o la conjetura]] γνῶσις Hero <i>Def</i>.136.2.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[que tiene la capacidad de opinión]], [[que se forma opiniones]] θατέρου (τοῦ μέρους τῆς ψυχῆς) ... τοῦ δοξαστικοῦ Arist.<i>EN</i> 1140<sup>b</sup>26, cf. Plot.5.3.9, Chrys.M.55.641, Phlp.<i>in APr</i>.32.21, ἔννοιαι Epicur.<i>Sent</i>.[5] 24, δ. καὶ φανταστικὴ ... κίνησις Plu.2.1024a, cf. 1017a, 1031d, λόγος Plot.2.2.3, εὐφυΐα Dam.<i>Isid</i>.32<br /><b class="num">•</b>subst. ὁ δ. de pers. [[el que tiene opinión]] op. [[τεχνικός τε καὶ ἐπιστήμων]] Pl.<i>Tht</i>.207c, op. σοφός: οὐχὶ δέ γε τῶν δοξαστικῶν ἔσται ὁ σοφός S.E.<i>M</i>.7.157<br /><b class="num">•</b>subst. ἡ δ. (<i>sc</i>. τέχνη) [[arte que se basa en la opinión]] Pl.<i>Sph</i>.268c, μιαίνεται ἡ [[διάνοια]] ... ὅταν ἢ φανταστικῇ ἢ δοξαστικῇ ἀναμίγνυται Porph.<i>Abst</i>.4.20<br /><b class="num">•</b>τὸ δ. [[facultad de opinar]] op. [[αἰσθητικόν]] Arist.<i>de An</i>.413<sup>b</sup>30, Plu.2.1031e.<br /><b class="num">2</b> [[ingenioso]], [[lleno de ideas]] ψυχῆς ἀνδρικῆς καὶ δοξαστικῆς ἔργον εἶναι Isoc.13.17<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δοξαστικὸν καὶ μεγαλόφρον καὶ δωρητικόν Antig.Nic. en Heph.Astr.2.18.33.<br /><b class="num">III</b> [[glorificador]] τὴν δοξαστικὴν δύναμιν ἐπιδείξεται Gr.Nyss.<i>Maced</i>.108.33.<br /><b class="num">IV</b> adv. -ῶς [[mediante opinión o juicio]] τούτων ποῖα δ. καὶ ποῖα κατ' ἀλήθειαν Arist.<i>APr</i>.43<sup>b</sup>8, δ., οὐ προληπτικῶς Phld.<i>Oec</i>.5.3, δ. καὶ κατὰ κρίσιν S.E.<i>M</i>.11.156. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:40, 22 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, A forming opinions, conjecturing, opp. ἐπιστήμων, Pl.Tht.207c; δοξαστική ἐπιστήμη = conjectural knowledge, Id.Sph.233c, cf. 268c; δοξαστικαί ἔννοιαι pertaining to judgement, Epicur.Sent.24; τὰς δοξαστικὰς (sc. φαντασίας) belonging to opinion, Phld.Herc.1003; τὸ δοξαστικόν [μέρος τῆς ψυχῆς], opp. τὸ ἐπιστημονικόν, Arist.EN1140b26. 2 in good sense, original, full of ideas, ψυχὴ ἀνδρικὴ καὶ δοξαστική Isoc.13.17: τὸ δοξαστικόν Antig.Nic. ap. Heph. Astr.2.18. II Adv. δοξαστικῶς, opp. κατ' ἀλήθειαν, Arist.APr.43b8, cf. Phld.Oec.p.14J., S.E.M.11.156, Procl. in Prm.p.609 S.
German (Pape)
[Seite 657] meinend, Ggstz von ἐπιστήμων, Plat. Theaet. 207 c; dah. ἡ δοξαστική, Soph. 268 c; ein Schein-Wissen, 233 e. Bei Arist. Nic. Eth. 6, 5 extr. ist τὸ δοξαστικὸν ψυχῆς μέρος, wovon 13, 2 dke φρόνησις u. die δεινότης als zwei εἴδη angegeben werden, = Urtheilskraft. – Adv., Sext. Emp. adv. math. 11, 155.
Greek (Liddell-Scott)
δοξαστικός: -ή, -όν, ὁ μορφώνων γνώμας, ἰδέας, σχηματίζων εἰκασίας, ἀντίθ. ἐπιστήμων, Πλάτ. Θεαιτ. 207C· δ. ἐπιστήμη, γνῶσις ἐξ εἰκασίας, δι’ εἰκασίας, ὁ αὐτ. Σοφ. 233C, πρβλ. 268C τὸ δοξ. μέρος τῆς ψυχῆς, ἀντίθ. τὸ ἐπιστημονικόν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 13, 2. - Ἐπίρρ. -κῶς, ἀντίθ. κατ’ ἀλήθειαν, ὁ αὐτ. Ἀν. Πρ. 1. 27, 7.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1basado en la apariencia o la imagen ἐπιστήμη op. ἀλήθεια Pl.Sph.233c.
2 basado en la opinión o la conjetura γνῶσις Hero Def.136.2.
II 1que tiene la capacidad de opinión, que se forma opiniones θατέρου (τοῦ μέρους τῆς ψυχῆς) ... τοῦ δοξαστικοῦ Arist.EN 1140b26, cf. Plot.5.3.9, Chrys.M.55.641, Phlp.in APr.32.21, ἔννοιαι Epicur.Sent.[5] 24, δ. καὶ φανταστικὴ ... κίνησις Plu.2.1024a, cf. 1017a, 1031d, λόγος Plot.2.2.3, εὐφυΐα Dam.Isid.32
•subst. ὁ δ. de pers. el que tiene opinión op. τεχνικός τε καὶ ἐπιστήμων Pl.Tht.207c, op. σοφός: οὐχὶ δέ γε τῶν δοξαστικῶν ἔσται ὁ σοφός S.E.M.7.157
•subst. ἡ δ. (sc. τέχνη) arte que se basa en la opinión Pl.Sph.268c, μιαίνεται ἡ διάνοια ... ὅταν ἢ φανταστικῇ ἢ δοξαστικῇ ἀναμίγνυται Porph.Abst.4.20
•τὸ δ. facultad de opinar op. αἰσθητικόν Arist.de An.413b30, Plu.2.1031e.
2 ingenioso, lleno de ideas ψυχῆς ἀνδρικῆς καὶ δοξαστικῆς ἔργον εἶναι Isoc.13.17
•subst. τὸ δοξαστικὸν καὶ μεγαλόφρον καὶ δωρητικόν Antig.Nic. en Heph.Astr.2.18.33.
III glorificador τὴν δοξαστικὴν δύναμιν ἐπιδείξεται Gr.Nyss.Maced.108.33.
IV adv. -ῶς mediante opinión o juicio τούτων ποῖα δ. καὶ ποῖα κατ' ἀλήθειαν Arist.APr.43b8, δ., οὐ προληπτικῶς Phld.Oec.5.3, δ. καὶ κατὰ κρίσιν S.E.M.11.156.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δοξαστικός, -ή, -όν)
μσν.- νεοελλ.
1. αυτός με τον οποίο δοξάζει, εξυμνεί κάποιος, υμνητικός
2. το ουδ. ως ουσ. το δοξαστικό(ν)
ιδιόμελο, συνήθως, τροπάριο του όρθρου, της λιτής και του εσπερινού, στο οποίο προτάσσεται ο στίχος «δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ...»
αρχ.
εκείνος που έχει σχέση με δοξασία, με εικασία.
Russian (Dvoretsky)
δοξαστικός:
1) (предполагающий, вырабатывающий (определенные) мнения (μέρος τῆς φυχῆς Arst.; φορὰ καὶ ὁρμή Plut.);
2) основанный на мнениях, предположительный (ἐπιστήμη Plat.).