ἀκρωνία: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν οὖν τὰ μαλακὰ σκληρῶς καὶ τὰ σκληρὰ μαλακῶς λέγηται, πιθανὸν γίγνεται → but if, as a result, gentle things are said harshly and harsh things gently, the result is unpersuasive

Source
m (Text replacement - "perh." to "perhaps")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀκρωνία:''' ἡ обрубание конечностей (вид казни) Aesch.
|elrutext='''ἀκρωνία:''' ἡ [[обрубание конечностей]] (вид казни) Aesch.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 10:25, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρωνία Medium diacritics: ἀκρωνία Low diacritics: ακρωνία Capitals: ΑΚΡΩΝΙΑ
Transliteration A: akrōnía Transliteration B: akrōnia Transliteration C: akronia Beta Code: a)krwni/a

English (LSJ)

ἡ, prob. A = ἀκρωτηριασμός, A.Eu.188; but expl. as ἄθροισμα by Hdn.Gr.1.294 ap.Sch. (reading κακῶν ἀ.), cf. AB372.

German (Pape)

[Seite 85] ἡ, Verstümmelung der äußersten Glieder, bei Aesch. Eum. 179 in einer sehr dunklen Stelle; der Schol. erklärt ἐκτομὴ μορίων, aber VLL. ἄθροισμα. παράστασις, πλῆθος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρωνία: ἡ, ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 118 ἐκλαμβάνεται ὑπὸ Ἑρρ. Στεφ. ὡς ἀκρωτηριασμός, ὅπερ ὁ Ἕρμαννος (Πονήμ. 6, 2, σ. 41) ἀποκαλεῖ ἀδύνατον. Ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει κακοῦ ἀκρωνία διὰ τοῦ κακῶν ἄθροισις, τὸ ὕψιστον σημεῖον τῆς δυστυχίας, καὶ ἐν Α. Β. 372 ἡ λέξις ἑρμηνεύεται: ἀθροίσματα, ἀκρότης, ἀκμή: - ἀλλὰ τὸ χωρὶον πιθανῶς εἶναι ἐφθαρμένον· ἴδε ἐν λ. χλοῦνις.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
le supplice de l’amputation des extrémités.
Étymologie: ἄκρος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 mutilación A.Eu.188, Hdn. en Sch.A.Eu.188b.
2 acumulación (por lectura ἀ. κακοῦ en A.Eu.188), Hdn.Gr.1.294, Sch.A.Eu.188d, AB 372.

Greek Monolingual

ἀκρωνία, η (Α)
ἄκρων
πιθ. ο ακρωτηριασμός.

Greek Monotonic

ἀκρωνία: ἡ, αμφίβ. λέξη σε Αισχύλ., πιθ. ἀκρωτηριασμός, ακρωτηριασμός, σακάτεμα, κουτσούρεμα.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρωνία:обрубание конечностей (вид казни) Aesch.

Middle Liddell


a dub. word in Aesch., perhaps = ἀκρωτηριασμός, mutilation.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀκρωνία -ας, ἡ ἄκρων afhakken van de ledematen; uitbr. verminking (betekenis onzeker).