λάχνος: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ") |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λάχνος:''' ὁ овечья шерсть, руно Hom. | |elrutext='''λάχνος:''' ὁ [[овечья шерсть]], [[руно]] Hom. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[λάχνος]], ὁ, = [[λάχνη]]<br />[[wool]], Od. | |mdlsjtxt=[[λάχνος]], ὁ, = [[λάχνη]]<br />[[wool]], Od. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:45, 23 August 2022
English (LSJ)
(A), ὁ, A = λάχνη, wool, Od.9.445; v.l. λαχμός (c).
λάχνος (B), ὁ, A glutton, Gloss.; cf. λάγνος, λίχνος.
German (Pape)
[Seite 20] ὁ, = λάχνη, Schaafwolle, Od. 9, 445.
Greek (Liddell-Scott)
λάχνος: ὁ, = λάχνη, ἔριον, Ὀδ. Ι. 445· διάφ. γραφ. λαχμός.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
toison de brebis.
Étymologie: cf. λάχνη.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
(I)
λάχνος, ὁ (Α)
λάχνη, χνούδι, τρίχωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του λάχνη.
(II)
λάχνος, ὁ (Α)
λαίμαργος, αδηφάγος.
(III)
ο
ζωολ. γένος εντόμων της οικογένειας aphididae.
Greek Monotonic
λάχνος: ὁ, = λάχνη, μαλλί, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
λάχνος: ὁ овечья шерсть, руно Hom.