μυθώδης: Difference between revisions
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες:<br />qui ressemble à une fiction, fabuleux : τὸ μυθῶδες PLUT caractère fabuleux | |btext=ης, ες:<br />qui ressemble à une fiction, fabuleux : τὸ μυθῶδες PLUT caractère fabuleux d'une chose;<br /><i>Sp.</i> μυθωδέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[μῦθος]], -ωδης. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:55, 23 August 2022
English (LSJ)
ες, legendary, fabulous, λόγοι μυθώδεις, opp. ἀληθινοί, Pl.R.522a, cf. D.23.65, etc.; τὸ μυθῶδες the domain of fable, Th.1.21; τὸ μὴ μυθῶδες αὐτῶν their non-fabulous character, ib.22; τὰ μυθώδη καὶ παιδαριώδη Arist.Metaph.995a4: Comp. μυθωδέστερος Antig.Mir.1, Str.4.4.6: Sup. μυθωδέστατος Isoc.2.48, Plb.34.11.20, Phld.Po.5.4. Adv. μυθωδῶς = in fabulous style, in mythic style Aristeas 168, D.S.4.6.
German (Pape)
[Seite 215] ες, einer Fabel ähnlich, fabelhaft; Thuc. 1, 21; Ggstz von ἀληθινός, Plat. Rep. VII, 522 a; ὁ λόγος γέγονεν, Isocr. 4, 28; μυθωδέστατοι λόγοι, 2, 48; öfter Plut. u. Luc. – Adv., D. Sic. 4, 6, wo für τοὺς παλαιοὺς μυθωδῶς ὀνομάζειν v.l. μυθῳδο ύς, Fabelsänger.
Greek (Liddell-Scott)
μῡθώδης: -ες, (εἶδος) μυθικός, μύθῳ ὅμοιος, λόγοι μ., ἀντίθετ. τῷ ἀληθινοί, Πλάτ. Πολ. 522Α, κτλ.· τὸ μυθῶδες, οἱ μῦθοι, Θουκ. 1. 21· τὸ μὴ μ. αὐτῶν, τὸ μέρος τὸ μὴ μυθικόν, αὐτόθι 22· τὰ μ. καὶ παιδαριώδη Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. Α. ΕΛΑΤΤΟΝ. 3. 1· - ὑπερθετ. -έστατος, Ἰσοκρ. 24Β. Ἐπίρρ. -δῶς, Διόδ. 4. 6.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
qui ressemble à une fiction, fabuleux : τὸ μυθῶδες PLUT caractère fabuleux d'une chose;
Sp. μυθωδέστατος.
Étymologie: μῦθος, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες (Α μυθώδης, -ῶδες) μύθος
αυτός που μοιάζει με μύθο, ο πλαστός («καὶ τὰ περὶ Κοίρανον ὄντα μυθώδη πίστιν ἔσχε», Πλούτ.)
νεοελλ.
μτφ. αυτός που υπερβαίνει τα όρια της πραγματικότητας, υπερβολικός, αφάνταστος, αμύθητος, παροιμιώδης («μυθώδη πλούτη»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μυθώδες
οι μύθοι.
επίρρ...
μυθωδώς (Α μυθωδῶς)
κατά τρόπο μυθώδη.
Greek Monotonic
μῡθώδης: -ες (εἶδος), θρυλικός, μυθικός, σε Πλάτ.· τὸ μυθῶδες, το πεδίο του μύθου, σε Θουκ.· τὸ μὴ μυθῶδες αὐτῶν, το μέρος από αυτά, που είναι σα να μην ανήκει στον μύθο, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
μῡθώδης: сказочный, баснословный (λόγοι Isocr.).
Middle Liddell
μῡθ-ώδης, ες εἶδος
legendary, fabulous, Plat.: τὸ μ. the domain of fable, Thuc.; τὸ μὴ μ. αὐτῶν such part of them as is not fabulous, Thuc.