ζώμευμα: Difference between revisions

From LSJ

χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=zomevma
|Transliteration C=zomevma
|Beta Code=zw/meuma
|Beta Code=zw/meuma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[soup]], [[ζωμεύματα]] put by way of joke for <b class="b3">ὑποζώματα νεώς</b> (v. [[ὑπόζωμα]] fin.), <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>279</span>.</span>
|Definition=ατος, τό, [[soup]], [[ζωμεύματα]] put by way of joke for <b class="b3">ὑποζώματα νεώς</b> (v. [[ὑπόζωμα]] fin.), <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>279</span>.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 23:35, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζώμευμα Medium diacritics: ζώμευμα Low diacritics: ζώμευμα Capitals: ΖΩΜΕΥΜΑ
Transliteration A: zṓmeuma Transliteration B: zōmeuma Transliteration C: zomevma Beta Code: zw/meuma

English (LSJ)

ατος, τό, soup, ζωμεύματα put by way of joke for ὑποζώματα νεώς (v. ὑπόζωμα fin.), Ar.Eq.279.

German (Pape)

[Seite 1143] τό, Brühe, bei Ar. Equ. 279 mit kom. Anspielung auf ὑπόζωμα.

Greek (Liddell-Scott)

ζώμευμα: τό, ζωμός, «σοῦπα», ζωμεύματα, κωμικ. ἀντὶ ὑποζώματα νεὼς (ἴδε ὑπόζωμα ἐν τέλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 279.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
jus, bouillon.
Étymologie: ζωμεύω.

Greek Monolingual

ζώμευμα, το (Α) ζωμεύω
(σε κωμ. λογοπαίγνιο του Αριστοφ.) ζωμός, σούπα («καὶ φήμ' ἐξάγειν ταῑσι Πελοποννησίων τριήρεσι ζωμεύματα» — και ισχυρίζομαι ότι αυτός εξάγει ζουμί για τις τριήρεις τών Πελ. [ο Αριστοφ. εδώ παίζει με τη λέξη υποζώματα, την οποία θα περίμενε κανείς]).

Greek Monotonic

ζώμευμα: -ατος, τό, ζωμός, σούπα· ζωμεύματα, λέγεται χάριν αστειότητας αντί ὑποζώματα νεώς, (βλ. τη λέξη «ὑπόζωμα»), σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ζώμευμα: ατος τό отвар, суп (Arph. - ирон. по созвучию с ὑπόζωμα).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζώμευμα -ατος, τό [ζωμεύω] saus.

Middle Liddell

ζώμευμα, ατος, τό,
soup, ζωμεύματα put by way of joke for ὑποζώματα νεώς, Ar. [from ζωμεύω