τράχωμα: Difference between revisions
ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
m (Text replacement - " in pl." to " in plural") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trachoma | |Transliteration C=trachoma | ||
|Beta Code=tra/xwma | |Beta Code=tra/xwma | ||
|Definition=ατος, τό, | |Definition=ατος, τό, [[trachoma]] in the eyes, in plural, Id.1.64, <span class="bibl">Gal.<span class="title">UP</span>10.11</span>, <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>4.299.6</span> (iii A. D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:42, 24 August 2022
English (LSJ)
ατος, τό, trachoma in the eyes, in plural, Id.1.64, Gal.UP10.11, PSI4.299.6 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 1136] τό, das Rauhgemachte, die Rauhheit, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
τράχωμα: τό, τραχύτης, ἰδίως τῶν ἔνδον μερῶν τῶν βλεφάρων, «καθαίρει τὰ λευκώματα... καὶ τὰ τραχώματα σμήχει» Διοσκ. 1. 77, «τὸ τράχωμα τραχύτης τῶν ἔνδον τοῦ βλεφάρου μερῶν˙ ἐπιταθὲν δέ... σύκωσις καλεῖται˙ ἐγχρονίσασα δέ... τύλος ὀνομάζεται» Ἰω. Ἀκτουάρ. ἐν Ideleri Phys. τ. 2, σ. 445, 8. - Κατὰ Γαλην. Τῶν κατὰ Τόπους, 4, «τραχώματα... τραχύτητας βλεφάρων, ὑφ’ ὧν κατὰ τὰς ὀφθαλμίας οἱ χιτῶνες τῶν ὀφθαλμῶν ὀδυνῶνται κοπτόμενοι».
Greek Monolingual
(I)
το, ΝΜΑ
λοιμώδης πάθηση του επιπεφυκότα τών οφθαλμών, η οποία οφείλεται σε διηθητό ιό, αλλ. κοκκώδης επιπεφυκίτιδα
μσν.
τραχύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + -ωμα, κατά το γλαύκ-ωμα].
(II)
το, Ν
τα μετρητά ή τα κοσμήματα τα οποία δίνονται ως γαμήλιο δώρο, αλλ. εξώπροικα ή παραπροίκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο μσν. ρ. τραχώνω < τραχύ «ασημένιο νόμισμα» (ουδ. του επιθ. τραχύς)].