ῥωγμή: Difference between revisions Search Google

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=rogmi
|Transliteration C=rogmi
|Beta Code=r(wgmh/
|Beta Code=r(wgmh/
|Definition=ἡ,= [[ῥωγή]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fracture]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">VC</span>3</span>; <b class="b3">ῥ. ξύλου</b> [[cleft]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span> 614b15</span>, cf. <span class="bibl">556a5</span>.</span>
|Definition=ἡ,= [[ῥωγή]], [[fracture]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">VC</span>3</span>; <b class="b3">ῥ. ξύλου</b> [[cleft]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span> 614b15</span>, cf. <span class="bibl">556a5</span>.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:12, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥωγμή Medium diacritics: ῥωγμή Low diacritics: ρωγμή Capitals: ΡΩΓΜΗ
Transliteration A: rhōgmḗ Transliteration B: rhōgmē Transliteration C: rogmi Beta Code: r(wgmh/

English (LSJ)

ἡ,= ῥωγή, fracture, Hp.VC3; ῥ. ξύλου cleft, Arist.HA 614b15, cf. 556a5.

German (Pape)

[Seite 854] ἡ, = ῥωγμός, ξύλου, Arist. H. A. 9, 9; Plut. Symp. 4, 2, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ῥωγμή: ἡ, = ῥωγή, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 898· ῥ. ξύλου, χαραγματιά, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 9, 4, πρβλ. 5. 28, 4· ὡσαύτως ῥωγμός, ὁ, Βίωνος Ἀποσπ. 15.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
déchirure, fente, crevasse.
Étymologie: ῥήγνυμι.

Greek Monolingual

η / ῥωγμή, ΝΜΑ και ῥωχμή ΜΑ
επιμήκης επιφανειακή ή βαθιά σχισμή στερεού σώματος, διακοπή της συνέχειας μιας επιφάνειας με τον σχηματισμό ανοίγματος σε αυτήν, σκάσιμο, χάσμα (α. «μετά τον σεισμό παρουσιάστηκαν πολλές ρωγμές στο έδαφος» β. «ῥωγμή ξύλου», Αριστοτ.)
νεοελλ.
ιατρ. φρ. «ρωγμή οστού»
ιατρ. γραμμοειδής διακοπή της συνέχειας οστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ- του ῥήγνυμι (πρβλ. ῥώξ, ῥωγός) + κατάλ. -μή (πρβλ. τι-μή). Ο τ. ῥωχμή κατά το ῥωχμός].

Russian (Dvoretsky)

ῥωγμή:трещина, расщелина Arst., Plut.