πολύκλειτος: Difference between revisions
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
m (Text replacement - "Full diacritics=πολῠ" to "Full diacritics=πολῠ́") |
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[πολύκλειτος]] | |sltr=[[πολύκλειτος]] of [[great]] [[renown]] ἐξ οὗ πολύκλειτον καθ' Ἕλλανας [[γένος]] Ἰαμιδᾶν (O. 6.71) καὶ πολυκλείταν περ ἐοῖσαν [[ὅμως]] Θήβαν [[ἔτι]] [[μᾶλλον]] ἐπασκήσει fr. 194. 4. | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles |
Revision as of 11:45, 3 September 2022
English (LSJ)
η, ον, (κλείω B) far-famed, Pi.O.6.71, Fr. 194.
German (Pape)
[Seite 664] viel od. sehr berühmt, γένος, Pind. Ol. 6, 71.
Greek (Liddell-Scott)
πολύκλειτος: -η, -ον, περίφημος, διάσημος, Πινδ. Ο. 6. 120, Ἀποσπ. 206.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très illustre.
Étymologie: πολύς, κλειτός.
English (Slater)
πολύκλειτος of great renown ἐξ οὗ πολύκλειτον καθ' Ἕλλανας γένος Ἰαμιδᾶν (O. 6.71) καὶ πολυκλείταν περ ἐοῖσαν ὅμως Θήβαν ἔτι μᾶλλον ἐπασκήσει fr. 194. 4.
Spanish
Greek Monolingual
-η, -ο, Α
διάσημος, ονομαστός («ἐξ οὗ πολύκλειτον καθ' Ἕλλανας γένος Ἰαμιδᾱν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κλειτός (Ι) «φημισμένος» (πρβλ. πάγ-κλειτος)].
Greek Monotonic
πολύκλειτος: -η, -ον, περίφημος, περιβόητος, διακεκριμένος, σε Πίνδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύκλειτος -η -ον [πολύς, κλειτός] zeer beroemd.
Russian (Dvoretsky)
πολύκλειτος: весьма славный, прославленный (γένος Pind.).
Middle Liddell
πολύ-κλειτος, η, ον
far-famed, Pind.