κνυζάομαι: Difference between revisions

From LSJ

τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain

Source
(1ba)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) (\([\p{Cyrillic}\s]+\)) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3, $4, $5")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κνυζάομαι:''' и [[κνυζέομαι]] (дор.: 3 л. pl. praes. [[κνυζεῦνται]], 3 л. sing. impf. ἐκνυζεῖτο)<br /><b class="num">1)</b> (о собаках, Кербере) ворчать, рычать (ἐξ ἄντρων Soph.);<br /><b class="num">2)</b> (о детях) взвизгивать, вскрикивать (ἐν ὕπνῳ Theocr.).
|elrutext='''κνυζάομαι:''' и [[κνυζέομαι]] (дор.: 3 л. pl. praes. [[κνυζεῦνται]], 3 л. sing. impf. ἐκνυζεῖτο)<br /><b class="num">1)</b> (о собаках, Кербере) ворчать, рычать (ἐξ ἄντρων Soph.);<br /><b class="num">2)</b> (о детях), [[взвизгивать]], [[вскрикивать]], (ἐν ὕπνῳ Theocr.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κνυζάομαι]], [κνῦ]<br />Dep. [[properly]] of a dog, to [[whine]], [[whimper]], Soph., Ar.
|mdlsjtxt=[[κνυζάομαι]], [κνῦ]<br />Dep. [[properly]] of a dog, to [[whine]], [[whimper]], Soph., Ar.
}}
}}

Revision as of 14:00, 3 September 2022

Greek (Liddell-Scott)

κνυζάομαι: καὶ -έομαι, ἀποθ.· (κνῦ)· ― κυρίως ἐπὶ κυνός, φθέγγομαι γοερῶς, «οὐρλιάζω», κνυζᾶσθαι (-εῖσθαι Κώδ. Λ.) Σοφ. Ο. Κ. 1571· ἐπὶ κυνῶν, ὅταν προσερχόμενοι καὶ σαίνοντες λαλιάν τινα ὑπὸ χαρᾶς ἀφιᾶσι, κυνηδὸν ἐξέπραξαν κνυζούμενοι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 646· ἀναβαίνετ’, ὦ πονηρά, καὶ κνυζούμενα αἰτεῖτε κἀντιβολεῖτε Ἀριστοφ. Σφ. 977· ― κνυζάομαι φαίνεται ὅτι εἶναιτύπος, ὃν ἀπαιτεῖ ἡ ἀναλογία, πρβλ. βληχάομαι, μηκάομαι, μυκάομαι, ὑλάομαι· ἀλλὰ τὸν τύπον κνύζομαι μνημονεύει ὁ Ἡσύχ., ἀπαντᾷ δὲ οὗτος καὶ ἐν Ἀντιγράφ., οἷον Σώφρων παρὰ Σουΐδ., Διον. Ἁλ. 1. 79, κτλ., πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Αἰλ. π. Ζ. 1. 8· ἐπὶ τέκνων, ἐν ὕπνῳ κνυζεῦνται φωνεῦντα φίλαν ποτὶ ματέρα τέκνα, «ἐν τῷ κοιμᾶσθαι ἄσημον καὶ ἄναρθρον ἀποτελοῦντα φωνήν, ὑποψιθυρίζουσι γὰρ φαντασιαζόμενα» (Σχόλ.), Θεόκρ. 2. 109 ὡσαύτως κνυζώμενος Αἰλ. π. Ζ. 11. 14. ― Ἐνεργ. κνυζάω, -έω, μόνον παρὰ Πολυδ. Ε΄, 64, Σουΐδ.

Greek Monotonic

κνυζάομαι: και -έομαι, αποθ. (κνῦ), κυρίως λέγεται για σκύλο, κλαψουρίζω, ουρλιάζω, βγάζω λυγμούς, σε Σοφ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κνυζάομαι: и κνυζέομαι (дор.: 3 л. pl. praes. κνυζεῦνται, 3 л. sing. impf. ἐκνυζεῖτο)
1) (о собаках, Кербере) ворчать, рычать (ἐξ ἄντρων Soph.);
2) (о детях), взвизгивать, вскрикивать, (ἐν ὕπνῳ Theocr.).

Middle Liddell

κνυζάομαι, [κνῦ]
Dep. properly of a dog, to whine, whimper, Soph., Ar.