δακέθυμος: Difference between revisions

From LSJ

Νόμῳ τὰ πάντα γίγνεται καὶ κρίνεται → Nil non fit aut diiudicatur legibus → Das All entsteht und wird gesondert nach Gesetz | Das Ganze wird und wird bewertet nach Gesetz

Menander, Monostichoi, 368
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "l’" to "l'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui ronge <i>litt.</i> qui mord l’âme.<br />'''Étymologie:''' [[δάκνω]], [[θυμός]].
|btext=ος, ον :<br />qui ronge <i>litt.</i> qui mord l'âme.<br />'''Étymologie:''' [[δάκνω]], [[θυμός]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 10:00, 5 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰκέθῡμος Medium diacritics: δακέθυμος Low diacritics: δακέθυμος Capitals: ΔΑΚΕΘΥΜΟΣ
Transliteration A: dakéthymos Transliteration B: dakethymos Transliteration C: dakethymos Beta Code: dake/qumos

English (LSJ)

ον, heart-eating, heart-vexing, ἱδρώς Simon.58.5; ἄτη S.Ph.705 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 519] herzbeißend, -kränkend, ἄτη Soph. Phil. 699: δακέθυμα λέγειν Anacr. 35, 9.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰκέθῡμος: -ον, ὁ τὴν καρδίαν δάκνων ἢ κατατρώγων, ἐνοχλῶν, ἱδρὼς Σιμων. 26· ἄτη Σοφ. Φ. 705· πρβλ. δηξίθυμος, θυμοδακής.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ronge litt. qui mord l'âme.
Étymologie: δάκνω, θυμός.

Spanish (DGE)

(δᾰκέθῡμος) -ον
que muerde el corazón, hiriente, mordaz fig. ᾧ μὴ δ. ἱδρὼς ἔνδοθεν μόλῃ Simon.74.5, ἄτα S.Ph.706, cf. Ibyc.169.1S., λόγος Gr.Naz.M.37.1229A, cf. Hsch.
neutr. plu. subst. παῖδες ... δακέθυμά μοι λέγοντες unos muchachos ... diciéndome palabras hirientes, Anacreont.37.9.

Greek Monolingual

δακέθυμος, -ον (Α)
1. αυτός που πληγώνει την καρδιά, κουραστικός, βασανιστικός
II. μσν. επίρρ. δακεθύμως
με τρόπο ενοχλητικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δακε- < (θ.) δακ-, του δακείν (απαρμφ. αορ. του δάκνω) + θυμός. Για το συνδετικό φωνήεν -ε- της λέξης πρβλ. αρχ-έπολις, βλεπε-δαίμων, φερέ-πονος].

Greek Monotonic

δᾰκέθῡμος: -ον, ψυχοφθόρος, αυτός που ταράζει, πικραίνει την καρδιά, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

δᾰκέθῡμος: гложущий душу, жестокий (δακέθυμα λέγειν Anacr.): δ. ἄτα Soph. мучительная боль.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δακέθυμος -ον [δάκνω, θυμός] hartverscheurend.

Middle Liddell


heart-eating, heart-vexing, Soph.