διαφύομαι: Difference between revisions
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
m (Text replacement - "s’" to "s'") |
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>seul. aux formes suiv. : prés. Moy.</i> [[διαφύομαι]], <i>ao.2</i> διέφυν, <i>pf.</i> διαπέφυκα;<br /><b>1</b> ([[διά]] marquant séparation, avec idée de temps) s'écouler dans | |btext=<i>seul. aux formes suiv. : prés. Moy.</i> [[διαφύομαι]], <i>ao.2</i> διέφυν, <i>pf.</i> διαπέφυκα;<br /><b>1</b> ([[διά]] marquant séparation, avec idée de temps) s'écouler dans l'intervalle : [[χρόνος]] διέφυ HDT il s'écoula du temps dans l'intervalle;<br /><b>2</b> ([[διά]] à travers) <i>au pf</i>., avoir poussé au milieu de, être attaché à : δ. τῆς τυραννίδος PLUT s'enraciner au pouvoir absolu, s'établir et se maintenir roi absolu.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[φύω]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:05, 5 September 2022
English (LSJ)
Pass., fut. A διαφύσομαι Philostr.Jun.Im.13: with aor. 2 Act. διέφῡν: pf. διαπέφῡκα:—germinate, of seeds, Thphr.CP2.17.7. II to be disjoined, διαφύντος ἑνός Emp.17.10. III grow between, Arist.Fr.335, Thphr.CP3.7.9; intervene, χρόνος διέφυ καὶ πάντα ἐξήρτυτο Hdt.1.61; βαθὺς δ. αὐλών Eratosth.8. IV to be different from, ἀπ' ἀλλήλων Philostr.Im.2.32. V to be inseparably connected with, τινός Philostr.Jun. l.c.; to identify oneself with, τυραννίδος Plu.Dio12; to be intimately acquainted with, τῶν Ἑλληνικῶν D.C.72.6, cf. 77.13; δι' ὅλης τῆς Ἰταλίας to pervade, leaven all Italy (of Sulla's veterans), Plu.Cic.14. [ῡ only metri gr., Eratosth. l. c.]
French (Bailly abrégé)
seul. aux formes suiv. : prés. Moy. διαφύομαι, ao.2 διέφυν, pf. διαπέφυκα;
1 (διά marquant séparation, avec idée de temps) s'écouler dans l'intervalle : χρόνος διέφυ HDT il s'écoula du temps dans l'intervalle;
2 (διά à travers) au pf., avoir poussé au milieu de, être attaché à : δ. τῆς τυραννίδος PLUT s'enraciner au pouvoir absolu, s'établir et se maintenir roi absolu.
Étymologie: διά, φύω.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ῠ- en pres. e impf., pero -ῡ- Eratosth.8]
• Morfología: [tema de pres. y fut. sólo en v. med.-pas; aor. rad. atem. διέφυ Emp.B 17.17, Hdt.1.61]
I sobre διά separativo disociarse, separarse διαφύντος ἑνὸς πλέον' ἐκτελέθουσι Emp.B 17.10, cf. l.c., de una vena διαπέφυκε τοῦ ἀγκῶνος ἑκατέρωθεν Hp.Oss.12, διαφῦσαι· διελεῖν Hsch.
•en perf., fig. ser distinto διαπέφυκε δὲ ἀπ' ἀλλήλων τὰ παλαίσματα Philostr.Im.2.32.
II sobre διά ‘en medio de’
1 crecer en medio λεπτὸν ὑμένα ἔχουσι διαπεφυκότα Arist.Fr.335, cf. Thphr.CP 3.7.9, ὀρεινὴ ῥάχις διὰ τοῦ μήκους ὅλου τῆς Ἰταλίας διαπεφυκυῖα Str.2.5.28, βαθὺς διαφύεται αὐλών Eratosth.l.c.
•bot. germinar las semillas τῶν τευτλίων ἔνιά φασιν ... διαφύεσθαι καὶ διαβλαστάνειν Thphr.CP 2.17.7, cf. HP 3.17.2
•del tiempo ponerse por medio, pasar χρόνος διέφυ καὶ πάντα σφι ἐξήρτυτο Hdt.l.c.
•fig., en v. med. penetrar, integrarse c. gen. τουτὶ γὰρ καὶ τῆς σῆς ποιήσεως διαφύσεσθαι pues esto penetrará tu poesía Philostr.Iun.Im.13.2.
2 fig., en perf. y c. compl. en gen. estar enraizado, estar afianzado, estar consolidado διεπεφύκει τῆς τυραννίδος Plu.Dio 12, γένος, ἐξηρτημένον ἀρχῆς μιᾶς καὶ ... κοινωνίαν διαπεφυκυῖαν ἀναφερούσης la familia es una dependiendo de un único origen ... que conlleva una comunidad consolidada Plu.2.559d
•estar familiarizado, conocer bien ἄνδρα πάσης ἀστρολογίας διαπεφυκότα D.C.55.11.1, cf. 46.17.7
•estar asentado de los veteranos de Sila διαπεφυκότες μὲν ὅλης τῆς Ἰταλίας Plu.Cic.14.2.
3 en v. med. pasar a, unirse a πρὸς τὸ συγγενές Gr.Nyss.M.44.104C.
German (Pape)
[Seite 612] (s. φύω); nur διαφύομαι, διέφυν, διαπέφυκα; 1) durchwachsen, vom Auskeimen, Theophr. – 2) dazwischen wachsen, Theophr.; überir., χρόνος διέφυ, Zeit verging dazwischen, Her. 1, 61. – 3) aus einander wachsen, verschieden werden, Empedocl. 35 διέφυ πλέον' ἐξ ἑνὸς εἶναι; vgl. 38. 42. Dah. διαπέφυκε ἀλλήλων, von Natur unterschieden sein, von einander, Philostr. imag. 2, 33; aber auch = mit etwas verwachsen sein, fest daran hangen; τῆς τυραννίδος Plut. Dion. 12; einer Sache kundig sein, τινός, D. Cass. 55, 11 u. öfter.
Russian (Dvoretsky)
διαφύομαι: (aor. 2 διέφῡν, pf. διαπέφυκα)
1) расти в разные стороны, разрастаться: διαφύντος ἑνὸς πλέον᾽ ἐκτελέθουσιν Emped. ap. Arst. когда одно разрастается, возникает многое;
2) расти в промежутке, врастать (ὑμὴν διαπεφυκώς Arst.);
3) перен. врастать, укореняться: διαπεφυκέναι τινός Plut. укрепиться в чем-л.;
4) протекать в промежутке: μετὰ δὲ χρόνος διέφυ Her. после этого прошло некоторое время.
Greek (Liddell-Scott)
διαφύομαι: μέσ. ἀόρ. β’ διέφῡν, πρκμ. διαπέφῡκα·- ἀναφύομαι διὰ μέσου, ἐπὶ βλαστημάτων, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 2. 17, 7. ΙΙ. ἐξαρθροῦμαι, ἀποχωρίζομαι, διαφύντος Ἑνὸς Ἐμπεδ. 71, πρβλ. 66. ΙΙΙ. φύομαι μεταξύ, Ἀριστ. Ἀποσπ. 316, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 7, 9.·- παρεμπίπτω, χρόνος διέφυ καὶ πάντα ἐξήρτυτο Ἡρόδ. 1. 61. IV. εἶμαι διάφορος, τινος Φιλόστρ. 884. V. φύομαι μετά τινος, ἔχω στενὴν μετ’ αὐτοῦ σχέσιν, τινος Πλούτ. Δίωνι 12, Κικ. 14, ἴδε Wyttenb. παρὰ Schäf. ἐν τόπῳ. [ῡ μόνον ἐν ἄρσει, Ἐρατοσθ. παρ’ Ἀθην. 189D].
Greek Monolingual
(αποθ.) (ΑΝ)
φυτρώνω ανάμεσα
αρχ.
1. αναβλαστάνω
2. αποχωρίζομαι, εξαρθρώνομαι («διαφύντος ἑνός», Εμπ.)
3. (για χρόνο) παρεμβάλλομαι
4. είμαι διαφορετικός («διαπέφυκε ἀλλήλων», Φιλόστρατος)
5. είμαι στενά δεμένος με κάτι ή κάποιον («οὗτος μὲν οὖν εὐθὺς κατελθὼν διεπεφύκει τῆς τυραννίδος», Πλουτ.)
6. γνωρίζω κάτι
7. εγκαθίσταμαι σ' έναν τόπο.
Greek Monotonic
διαφύομαι: Παθ. με Ενεργ. αόρ. βʹ διέφῡν, παρακ. διαπέφυκα·
I. λέγεται για το χρόνο, παρέρχομαι στο μεταξύ, σε Ηρόδ.
II. είμαι πολύ στενά συνδεδεμένος με, τινος, σε Πλούτ.
Middle Liddell
Pass. with aor2 act. διέφῡν perf. διαπέφῡκα
I. of time, to intervene, Hdt.
II. to be closely connected with, τινος Plut.