αὐτογενής: Difference between revisions
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
m (Text replacement - " L.]]," to "]] L.,") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[congénito]] φυξανορία A.<i>Supp</i>.8.<br /><b class="num">2</b> [[originado o existente por sí mismo]] συνοχή Philol.B 23, κόσμοιο [[ἄναξ]] Orph.<i>Fr</i>.245.8, [[δαίμων]] Herm. en Stob.1.49.44, φύσις Ph.1.618, ψυχῆς εὕρεσις, αὐ. τις οὖσα Max.Tyr.10.6, τὸ ἐν ἑαυτῷ ὄν Procl.<i>in Prm</i>.1146<br /><b class="num">•</b>frec. en lit. crist., de Dios, Didym.<i>Trin</i>.2.1.1, del eón de los gnósticos, Hippol.<i>Haer</i>.5.7.9, Thdt.M.83.364A.<br /><b class="num">II</b> subst. τὸ αὐτογενές bot. [[narciso]], [[Narcissus poeticus L. | |dgtxt=-ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[congénito]] φυξανορία A.<i>Supp</i>.8.<br /><b class="num">2</b> [[originado o existente por sí mismo]] συνοχή Philol.B 23, κόσμοιο [[ἄναξ]] Orph.<i>Fr</i>.245.8, [[δαίμων]] Herm. en Stob.1.49.44, φύσις Ph.1.618, ψυχῆς εὕρεσις, αὐ. τις οὖσα Max.Tyr.10.6, τὸ ἐν ἑαυτῷ ὄν Procl.<i>in Prm</i>.1146<br /><b class="num">•</b>frec. en lit. crist., de Dios, Didym.<i>Trin</i>.2.1.1, del eón de los gnósticos, Hippol.<i>Haer</i>.5.7.9, Thdt.M.83.364A.<br /><b class="num">II</b> subst. τὸ αὐτογενές bot. [[narciso]], [[Narcissus poeticus]] L., Ps.Dsc.4.158, Ps.Apul.<i>Herb</i>.55.6<br /><b class="num">•</b>[[coloquíntida]], [[tuera]], [[Citrullus colocynthis]] (L.) Schrader, Ps.Dsc.4.176. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:53, 10 September 2022
English (LSJ)
ές, A self-produced, δαίμων v.l. in Herm. ap. Stob.1.49.44, cf. Ph.1.618, Max.Tyr.16.6, Procl. in Prm.p.893 S., Orph.Fr. 245.8. 2 αὐτογενές, τό = νάρκισσος, Ps.-Dsc.4.158; ὀστοῦν αὐτογενές = κολοκυνθίς, ib.176. II sprung from the same stock, kindred, A. Supp.8 (cj. Bamberger for αὐτογένητον).
German (Pape)
[Seite 396] αὐτογενής, ές,
1) von, aus sich selbst geboren, unerschaffen, Sp.
2) von denselben Eltern geboren, Aesch. Suppl. 8, wo Wellauer αὐτογένητος liest, in derselben Bdtg
Greek (Liddell-Scott)
αὐτογενής: -ές, ἀφ’ ἑαυτοῦ γεννηθείς, αὐτογέννητος, δαίμων Στοβ. Ἐκλογ. 1. 972· - φυσικός, ἔμφυτος, αἰδὼς Χριστοδ. Ἔκφρ. 339. ΙΙ. ἐκ τοῦ αὐτοῦ γένους γεννηθείς, συγγενής, αὐτογενεῖ φυξανορίᾳ Αἰσχύλ. Ἱκ. 9 κατὰ Bamberger ἀντὶ τοῦ αὐτογένητον φυλαξάνοραν τῶν χειρογράφων. Ὁ Paley ἑρμηνεύει τὸ χωρίον: «τῇ ἑκουσίᾳ ἡμῶν ἀποχωρήσει ἀπὸ συζυγίας μετ’ ἀνδρός»· ἀλλ’ ἴδε Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 430.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
né des mêmes parents.
Étymologie: αὐτός, γένος.
Spanish (DGE)
-ές
I 1congénito φυξανορία A.Supp.8.
2 originado o existente por sí mismo συνοχή Philol.B 23, κόσμοιο ἄναξ Orph.Fr.245.8, δαίμων Herm. en Stob.1.49.44, φύσις Ph.1.618, ψυχῆς εὕρεσις, αὐ. τις οὖσα Max.Tyr.10.6, τὸ ἐν ἑαυτῷ ὄν Procl.in Prm.1146
•frec. en lit. crist., de Dios, Didym.Trin.2.1.1, del eón de los gnósticos, Hippol.Haer.5.7.9, Thdt.M.83.364A.
II subst. τὸ αὐτογενές bot. narciso, Narcissus poeticus L., Ps.Dsc.4.158, Ps.Apul.Herb.55.6
•coloquíntida, tuera, Citrullus colocynthis (L.) Schrader, Ps.Dsc.4.176.
Greek Monolingual
αὐτογενής, -ές (AM)
αυτός που δεν οφείλει τη γένεσή του ή την κατασκευή του σε άλλον
αρχ.
1. συγγενής
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ αὐτογενές
ο νάρκισσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -γενής < γένος < γίγνομαι (πρβλ. αυθιγενής, πυρογενής, υστερογενής κ.ά.)].
Russian (Dvoretsky)
αὐτογενής:
1) рожденный от тех же родителей, близкий по крови Aesch.;
2) врожденный (αἰδώς τινι Anth.).