κλιντήρ: Difference between revisions
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
mNo edit summary |
m (Text replacement - "εῑσα" to "εῖσα") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[κλιντήρ]], -ῆρος)<br />το [[ανάκλιντρο]] τών αρχαίων («ὧδε δ' | |mltxt=ο (AM [[κλιντήρ]], -ῆρος)<br />το [[ανάκλιντρο]] τών αρχαίων («ὧδε δ' ἀνακλινθεῖσα, [[λύθεν]] δὲ οἰ ἅψεα [[πάντα]], [[αὐτοῦ]] ἐνὶ κλιντῆρι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[είδος]] χαμηλού ευρύχωρου καθίσματος με [[ερεισίνωτο]] και βραχίονες, [[πολυθρόνα]] («ερρίφθη επί μαλακού κλιντήρος καγχάζων», Π. Καλλιγ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[νεκροδόκος]] [[κλιντήρ]]» — [[φέρετρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήρ</i> / -<i>τῆρος</i> ([[πρβλ]]. [[ζωστήρ]], [[κλιμακτήρ]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:19, 29 September 2022
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, κλίνω) couch, Od.18.190, Theoc.2.86, 113, 24.43, Call.Iamb.1.112 (sic Pap., not κλωστῆρας), Tryph.441, Luc.Symp.8, 44; νεκροδόκος κλιντήρ = bier, AP7.634 (Antiphil.), cf.Epigr.Gr.450.5 (Batanaea).
German (Pape)
[Seite 1454] ῆρος, ὁ, Lehnstuhl oder Ruhebett; Od. 18, 189 εὗδε δ' ἀνακλινθεῖσα' λύθεν δέ οἱ ἅψεα πάντα αὐτοῦ ἐνὶ κλιντῆρι; Sp., wie Theocr. 2, 86; Luc. Conv. 44; B. A. 272, 19. – Auch νεκροδόκος, die Bahre, Antiphil. 35 (VII, 634).
Greek (Liddell-Scott)
κλιντήρ: ῆρος, ὁ, (κλίνω), ἀνάκλιντρον, Ὀδ. Σ. 190. Θεόκρ. 2. 86, 113., 24. 43· νεκροδόκος κλ., φέρετρον νεκρικόν, Ἀνθ. Π. 7. 634, πρβλ. Ἑλλ. Ἐπιγ. 450. 5.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
lit de repos, chaise longue.
Étymologie: κλίνω.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ο (AM κλιντήρ, -ῆρος)
το ανάκλιντρο τών αρχαίων («ὧδε δ' ἀνακλινθεῖσα, λύθεν δὲ οἰ ἅψεα πάντα, αὐτοῦ ἐνὶ κλιντῆρι», Ομ. Οδ.)
νεοελλ.
είδος χαμηλού ευρύχωρου καθίσματος με ερεισίνωτο και βραχίονες, πολυθρόνα («ερρίφθη επί μαλακού κλιντήρος καγχάζων», Π. Καλλιγ.)
αρχ.
φρ. «νεκροδόκος κλιντήρ» — φέρετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνω + κατάλ. -τήρ / -τῆρος (πρβλ. ζωστήρ, κλιμακτήρ)].
Greek Monotonic
κλιντήρ: -ῆρος, ὁ (κλίνω), καναπές, ανάκλιντρο, ξαπλώστα, ντιβάνι, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
κλιντήρ: ῆρος ὁ ложе Hom., Theocr.: νεκροδόκος κ. Anth. ложе смерти, смертный одр.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλιντήρ -ῆρος, ὁ [κλίνω] divan; leunstoel.