ἀκοίμητος: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)koi/mhtos
|Beta Code=a)koi/mhtos
|Definition=ον, [[sleepless]], [[unresting]], of sea, <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>139</span>; Νύμφαι <span class="bibl">Theoc.13.44</span>; πῦρ <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cam.</span>20</span>, <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>11.3</span>; φέγγος <span class="bibl">LXX <span class="title">Wi.</span>7.10</span>; ἀ. καὶ ἀπαραλόγιστος <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>1.14.12</span>, etc.; ἀ. δάκρυσι <span class="title">IG</span>9(2).317.4 (Tricca). Adv. -τως, ἔχει πρὸς τὰ θεῖα <span class="bibl">Ph.<span class="title">Fr.</span>101</span> H.
|Definition=ον, [[sleepless]], [[unresting]], of sea, <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>139</span>; Νύμφαι <span class="bibl">Theoc.13.44</span>; πῦρ <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cam.</span>20</span>, <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>11.3</span>; φέγγος <span class="bibl">LXX <span class="title">Wi.</span>7.10</span>; ἀ. καὶ ἀπαραλόγιστος <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>1.14.12</span>, etc.; ἀ. δάκρυσι <span class="title">IG</span>9(2).317.4 (Tricca). Adv. -τως, ἔχει πρὸς τὰ θεῖα <span class="bibl">Ph.<span class="title">Fr.</span>101</span> H.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que no duerme]] Νύμφαι Theoc.13.44, c. hipálage [[ἀγγελίη]] ἀκοιμήτων ὑμεναίων Musae.12<br /><b class="num">•</b>de ahí [[vigilante]], [[atento]] [[Ἄργος]] ἀκοιμήτοισι κεκασμένος ὀφθαλμοῖσι Mosch.2.57, ὄμμα Ph.1.579, βλέφαρα Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.17.15, ὀπωπαί Nonn.<i>D</i>.35.234, πρόνοια <i>POxy</i>.1468.7 (III d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[que no descansa]], [[que nunca reposa]] del mar, A.<i>Pr</i>.140, ῥέεθρον <i>ISide</i> 106.10 (III d.C.), ὁ σκώληξ ὁ ἀ. <i>Apoc.Esd</i>.4.20<br /><b class="num">•</b>[[que no cesa]] πῦρ Plu.<i>Cam</i>.20, Ael.<i>NA</i> 11.3, φέγγος [[LXX]] <i>Sap</i>.7.10, ἀκοιμήτου φλόγα πεύκης Nonn.<i>D</i>.3.43, δάκρυα <i>IG</i> 9(2).317.4 (Trica III d.C.).<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[vigilantemente]] ἔχειν πρὸς τὰ θεῖα Ph.<i>Fr</i>.101H.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui ne sommeille pas, qui ne se repose pas.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κοιμάω]].
|btext=ος, ον :<br />qui ne sommeille pas, qui ne se repose pas.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κοιμάω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que no duerme]] Νύμφαι Theoc.13.44, c. hipálage [[ἀγγελίη]] ἀκοιμήτων ὑμεναίων Musae.12<br /><b class="num">•</b>de ahí [[vigilante]], [[atento]] [[Ἄργος]] ἀκοιμήτοισι κεκασμένος ὀφθαλμοῖσι Mosch.2.57, ὄμμα Ph.1.579, βλέφαρα Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.17.15, ὀπωπαί Nonn.<i>D</i>.35.234, πρόνοια <i>POxy</i>.1468.7 (III d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[que no descansa]], [[que nunca reposa]] del mar, A.<i>Pr</i>.140, ῥέεθρον <i>ISide</i> 106.10 (III d.C.), ὁ σκώληξ ὁ ἀ. <i>Apoc.Esd</i>.4.20<br /><b class="num">•</b>[[que no cesa]] πῦρ Plu.<i>Cam</i>.20, Ael.<i>NA</i> 11.3, φέγγος [[LXX]] <i>Sap</i>.7.10, ἀκοιμήτου φλόγα πεύκης Nonn.<i>D</i>.3.43, δάκρυα <i>IG</i> 9(2).317.4 (Trica III d.C.).<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[vigilantemente]] ἔχειν πρὸς τὰ θεῖα Ph.<i>Fr</i>.101H.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:40, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκοίμητος Medium diacritics: ἀκοίμητος Low diacritics: ακοίμητος Capitals: ΑΚΟΙΜΗΤΟΣ
Transliteration A: akoímētos Transliteration B: akoimētos Transliteration C: akoimitos Beta Code: a)koi/mhtos

English (LSJ)

ον, sleepless, unresting, of sea, A.Pr.139; Νύμφαι Theoc.13.44; πῦρ Plu.Cam.20, Ael.NA11.3; φέγγος LXX Wi.7.10; ἀ. καὶ ἀπαραλόγιστος Arr.Epict.1.14.12, etc.; ἀ. δάκρυσι IG9(2).317.4 (Tricca). Adv. -τως, ἔχει πρὸς τὰ θεῖα Ph.Fr.101 H.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no duerme Νύμφαι Theoc.13.44, c. hipálage ἀγγελίη ἀκοιμήτων ὑμεναίων Musae.12
de ahí vigilante, atento Ἄργος ἀκοιμήτοισι κεκασμένος ὀφθαλμοῖσι Mosch.2.57, ὄμμα Ph.1.579, βλέφαρα Nonn.Par.Eu.Io.17.15, ὀπωπαί Nonn.D.35.234, πρόνοια POxy.1468.7 (III d.C.).
2 que no descansa, que nunca reposa del mar, A.Pr.140, ῥέεθρον ISide 106.10 (III d.C.), ὁ σκώληξ ὁ ἀ. Apoc.Esd.4.20
que no cesa πῦρ Plu.Cam.20, Ael.NA 11.3, φέγγος LXX Sap.7.10, ἀκοιμήτου φλόγα πεύκης Nonn.D.3.43, δάκρυα IG 9(2).317.4 (Trica III d.C.).
II adv. -ως vigilantemente ἔχειν πρὸς τὰ θεῖα Ph.Fr.101H.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκοίμητος: -ον, = ἄϋπνος, ὁ μὴ ἀναπαυόμενος, περὶ τῆς θαλάσσης, Αἰσχύλ. Πρ. 139· πρβλ. Θεόκρ. 13. 44, Διόδ., Πλούτ., κτλ.· ἀκ. δάκρυσι, Συλλ. Ἐπιγρ. 1778· ἐπὶ τοῦ αὐτοκράτορος, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1064. 9: ― Ὁ τύπος ἀκοίμιστος, ον εἶναι ἀμφίβολος ἐν Διοδ. Ἐκλογ. 616. 48.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne sommeille pas, qui ne se repose pas.
Étymologie: , κοιμάω.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀκοίμητος, -ον) (ΑΝ)
1. αυτός που δεν κοιμάται, δεν κοιμήθηκε ή δεν μπορεί να κοιμηθεί, άυπνος, άγρυπνος
2. ακατεύναστος, ακαταπράυντος
(μσν.-νεοελλ. μτφ.)
1. ακατάπαυστος, διαρκής, αιώνιος
2. αυτός που δεν σβήνει ποτέ, ο άσβηστος
νεοελλ.
αυτός που επαγρυπνεί, που επιβλέπει αδιάκοπα, άγρυπνος
μσν.
ως ουσ. οι Ακοίμητοι
μοναχοί ομώνυμης μονής της Κωνσταντινουπόλεως (βλ. Ακοιμήτων Μονή).
[ΕΤΥΜΟΛ. < -στερητ. + κοιμῶμαι (-ᾶμαι).
ΠΑΡ. νεοελλ. ακοιμησία].

Greek Monotonic

ἀκοίμητος: -ον (κοιμάω), άϋπνος, άγρυπνος, λέγεται για τη θάλασσα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκοίμητος:
1) не знающий сна, никогда не отдыхающий, вечно бодрствующий (ῥεῦμα Ὠκεανοῦ Aesch.; Νύμφαι Theocr.; δόρατα Anth.);
2) неугасимый (πῦρ Plut.).

Middle Liddell

κοιμάω
sleepless, of the sea, Aesch.